Οι Φαμέγιοι της ιστορίας
Στέκομαι και ξαναστέκομαι στην οικογενειακή φωτογραφία της σελίδας 390: οι γυναίκες στο κέντρο, οι άνδρες στα άκρα ή χαμηλά, η γιαγιά στον πυρήνα, τα παιδιά πιο μπροστά. το βλέμμα στον φακό, το πρόσωπο σοβαρό και το σώμα τεντωμένο. Υπάρχει μια δωρική αυστηρότητα, μαζί μ’ εγκαρτέρηση και πείσμα σε αυτά τα ευθυτενή κορμιά με τα σφιγμένα χείλη. Η αίσθηση της οικογενειακής ενότητας και η κυριαρχία του γυναικείου στοιχείου ό,τι ήθελε να πει εδώ ο «ποιητής».
Αλλά ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Υπήρξαν κάποτε; Τι σκέφτονταν; Πώς ένιωθαν; Πώς ζούσαν; Ήταν έτσι όπως σήμερα τους βλέπουμε; Τι αποσιωπά η αφήγηση της εικόνας; Τι αποκαλύπτει; Τι αποσιωπά η αφήγηση της αφήγησης; Τι φωτίζει; Το συγκαταβατικό κλείσιμο ενός τέτοιου προβληματισμού θα είχε να κάνει με την παραδοχή της αδυναμίας να δοθεί ικανοποιητική απάντηση και θα προσέφευγε στην παρήγορη ατάκα ότι αρκεί η απόλαυση της ανάγνωσης.
Ναι, δεν λέω, ασφαλώς και αρκεί. Αισθητική η πρώτιστη λειτουργία της γραφής, αλλά όχι η μόνη. Όταν η αισθητική απόλαυση συμπληρώνεται κι απ’ άλλες λειτουργίες, όπως είναι η διάσωση της μνήμης ή ο μικρός-μεγάλος φωτισμός της πραγματικότητας, τότε το όφελος γίνεται διπλό και τρίδιπλο, και για τον αναγνώστη που απολαμβάνει γνωρίζοντας ή γνωρίζει απολαμβάνοντας και για τη λογοτεχνία που βγαίνει απ’ το διαμαντένιο κάστρο αυτοαναφορικότητας των λέξεων.
Το χάρηκα αυτό το βιβλίο μ’ όλες τις αρετές και μ’ όλες τις αδυναμίες του. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, μπορεί κι οι δεύτερες να γίνουν αποδειχτικό ειλικρίνειας και πειστήριο αυθεντικότητας και κάπως έτσι εκλαμβάνω αφενός την έλλειψη αφηγηματικής οικονομίας, αφού περιττά λαογραφικά στοιχεία της κρητικής παράδοσης κι ήσσονος σημασίας υποστηρικτικά συμβάντα της ήδη διαμορφωμένης εικόνας των γονιών βαραίνουν άσκοπα τη μυθιστορηματική ισορροπία και αφετέρου τη διάθεση εξιδανίκευσης των δύο κεντρικών προσώπων, όπου θαρρώ ότι το συναισθηματικό χρέος της συγγραφέα υπερίσχυσε έναντι της μυθιστορηματικής ανάγκης στο πλάσιμο των χαρακτήρων.
Αλλά είναι η γραφή της συγγραφέα ένα ξαναγύρισμα στη βασική κοίτη της αφηγηματικής πράξης, ως μύησης, ως μοιράσματος, ως απόλαυσης της συντροφιάς γύρω απ’ τη φωτιά μια κρύα νύχτα του χειμώνα, που τόσο πολύ ψεύτισε στο μεταξύ από τεχνικές, θεματικές και γλωσσικές ακροβασίες προς εκβιασμό της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Τίποτα το περίτεχνο εδώ, απλή, ανεπιτήδευτη, φυσική η γλώσσα, γραμμική στις βασικές συντεταγμένες της η αφήγηση με διαφορετικούς φορείς, που λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς την εστίαση και αθροιστικά ως προς την πλοκή.
Τρεις κυρίως και βάλε δεκαετίες ελληνικής ιστορίας παρελαύνουν, απ’ το τριάντα ως το πενήντα, οι πιο δύσκολες δηλαδή απ’ όλες στην πρόσφατη ιστορία του τόπου, όπου η συμπύκνωση δραματικής ύλης τροφοδοτεί ακόμη λογοτεχνικές γραφές σε πείσμα όσων κριτικών έχουν αποφανθεί ότι το θέμα της Κατοχής και του Εμφυλίου έχει λογοτεχνικά λήξει. Κάπως έτσι θαρρώ ότι γράφτηκε και τούτο το βιβλίο, σαν ξεζεμάτισμα της συγγραφέα αλλά και σαν εκπλήρωση μιας οφειλής απέναντι στην τοπική και οικογενειακή ρίζα.
Στο κέντρο του είναι ο απλός, ο καθημερινός άνθρωπος (ιδιαίτερα η γυναίκα), που με σφιγμένα δόντια αγωνίζεται να επιβιώσει και να κρατήσει την αξιοπρέπεια του σε ένα καθ’ όλα εχθρικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, που κάνει το παν για να τον εξαντλήσει βιολογικά και να τον εξευτελίσει ηθικά. Εξιστορώντας τις ταλαιπωρίες, τα βάσανα, την καθημερινή βιοπάλη μιας κρητικής οικογένειας που αναζητά στο αθηναϊκό κέντρο το δικαίωμα στην επιβίωση διατρέχει παραλλήλως όλη την ιστορία του τόπου. Εδώ το ατομικό διαπλέκεται με το κοινωνικό, το προσωπικό με το πολιτικό, οι ήρωες της συγγραφέα είναι βουτηγμένοι μέχρι το μεδούλι στην ιστορία, ζουν, υποφέρουν, προσαρμόζονται στους κραδασμούς, ακολουθούν τις διακυμάνσεις και αξιώνουν μερίδιο απ’ τις ηλιοφάνειές της.
Κι ενώ σ’ άλλα βιβλία με ιστορικό θέμα νιώθουμε την αμηχανία του/της συγγραφέα να διαμορφώσει το ιστορικό πλάνο γεμίζοντας σελίδες επί σελίδων με ξηρή ιστορική γνώση που σκεπάζει τα πρόσωπα της αφήγησης, εδώ οι ιστορικές εξελίξεις συμπορεύονται με την αφήγηση της ζωής των ηρώων, η μακροϊστορία ενσωματώνεται στη μικροϊστορία ή αλλιώς η μικροϊστορια απεικονίζει τη μακροϊστορία. Έτσι, απ’ τη σχολική φοίτηση των ηρώων μαθαίνουμε για τις τεχνικές χειραγώγησης και προπαγάνδας της μεταξικής δικτατορίας, απ’ την αναζήτηση ξυλείας στο δύσκολο χειμώνα του ’41 ζωντανεύει το κλίμα της κατοχής, απ’ τις συνεχείς οχλήσεις της αστυνομίας προς την οικογένεια των δύο ηρώων αντιλαμβανόμαστε το ασφυκτικό κλίμα του εμφυλίου και απ’ τη δυσκολία εύρεσης εργασίας συνειδητοποιούμε το καθεστώς διακρίσεων για όσους δεν είχαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Σκέφτομαι πόσο ωφέλιμο, πόσο ευεργετικό είναι ένα τέτοιο πάντρεμα λογοτεχνίας και ιστορίας με τη βασική ασφαλώς αίρεση ότι δεν παύουμε να είμαστε στον χώρο της λογοτεχνίας, ήγουν ότι προέχει η αισθητική διάσταση, η δε ιστορική αλήθεια αποδίδεται πολλαπλώς φιλτραρισμένη απ’ την οπτική της συγγραφέα, απ’ τις ανάγκες της πλοκής κτλ. κτλ. Ωστόσο η «Φαμέγια» της Αντωνίας Ζεβόλη Νταουντάκη προτείνει έναν πιο ζεστό, έναν πιο ανθρώπινο, έναν πιο βιωματικό τρόπο να ανασυστήσουμε την ιστορία όχι απλώς διαβάζοντας αλλά και ζώντας τα ιστορικά συμβάντα. Μεγάλη υπόθεση αυτή και για τη λογοτεχνία και για την ιστορία.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, συγγραφέας