Σε όλα θέλω να φθάσω
Μέχρι το βάθος.
Στη δουλειά, στη ζωή,
Στης καρδιάς το πάθος.
Ως την ουσία των ημερών την γκρίζα,
Ως το γιατί,
Ως την αρχή τους, ως τη ρίζα,
Ως της καρδιάς το μαύρο κουτί.
Από το νήμα πιάνομαι
Των υποθέσεων, των συμβάντων,
Ζω, σκέφτομαι, αγαπώ, αισθάνομαι,
Στην ανακάλυψη των πάντων.
Ω, μόνο να μπορούσα
Έστω και λάθος,
Θα έγραφα οκτώ σειρές
Μονάχα για το πάθος.
Για τις ανομίες, τα αμαρτήματα,
Τις κούρσες, τα κυνηγητά,
Τα άθελα απρόοπτα στη βιάση πατήματα,
Μπροστά μου καθαρά.
Τον νόμο θα ξερίζωνα,
Από τη βάση,
Ονόματα θα ξαναέγραφα
Με τ’ αρχικά τους.
Θα φύτευα στίχους, σαν σε πρασιές,
Με τρέμουλο στις φλέβες
Στη σειρά θα άνθιζαν οι φλαμουριές ,
Σε φάλαγγα στοιχισμένες .
Στους στίχους, θα έδινα ανάσα ρόδου,
Μέντας μυρωδικές αναπνοές
λιβαδιού, σπαθόχορτου και θερισμένου χόρτου.
Της καταιγίδας τις βροντές.
Έτσι κάποτε ο Σοπέν
Το θαύμα πλάνεψε
Πάρκα, δάση, μνήματα,
στα έργα του ζωντάνεψε.
Γιορτής πετυχημένης
Παιχνίδι και πόνος-
Χορδής τεντωμένης
Τόξο που σπρώχνει ο χρόνος .
Во всем мне хочется дойти
До самой сути.
В работе, в поисках пути,
В сердечной смуте.
До сущности протекших дней,
До их причины,
До оснований, до корней,
До сердцевины.
Всё время схватывая нить
Судеб, событий,
Жить, думать, чувствовать, любить,
Свершать открытья…
О, если бы я только мог
Хотя отчасти,
Я написал бы восемь строк
О свойствах страсти.
О беззаконьях, о грехах,
Бегах, погонях,
Нечаянностях впопыхах,
Локтях, ладонях.
Я вывел бы ее закон,
Ее начало,
И повторял ее имен
Инициалы.
Я б разбивал стихи, как сад.
Всей дрожью жилок
Цвели бы липы в них подряд,
Гуськом, в затылок.
В стихи б я внес дыханье роз,
Дыханье мяты,
Луга, осоку, сенокос,
Грозы раскаты.
Так некогда Шопен вложил
Живое чудо
Фольварков, парков, рощ, могил
В свои этюды.
Достигнутого торжества
Игра и мука –
Натянутая тетива
Тугого лука.
Ο ασημένιος αιώνας στην ρωσική λογοτεχνία (ένα τέταρτο περίπου του αιώνα), γεννήθηκε μέσα από συζητήσεις και σκέψεις. Από αυτές τις κουβέντες προέκυψαν νέες ιδέες. Άνοιξαν νέοι δρόμοι σκέψεων. Αναφερόμαστε στην πρώτη εικοσαετία του εικοστού αιώνα. Κάποιοι θεωρούν ότι ο αργυρός αιώνας τελείωσε με τον εμφύλιο. Άλλοι, ότι τελείωσε με τον θάνατο του Μπλοκ και την εκτέλεση του Γκουμιλιόφ. Υπάρχει ακόμη και η αντίληψη ότι ο αργυρός αιώνας αφορά κυρίως στο διάστημα 1920- 1930, που σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι.
Δεν είναι τυχαίο που από το 1928 που ήρθε στην εξουσία ο Στάλιν, άρχισαν οι διώξεις στους κύκλους της διανόησης, κατά κύριο λόγο.
Ο Παστερνάκ μεγάλωσε μέσα σε καλλιτεχνική ατμόσφαιρα. Στο πατρικό σπίτι σύχναζαν ο Τολστόι, οι συνθέτες Σκριάμπιν και Ραχμάνινοφ, οι ζωγράφοι Ιβανόφ, Πολενόφ, Λεβιτάν κ.α.
Οι πρώτοι του στίχοι, 1910, είναι επηρεασμένοι από το οικογενειακό ταξίδι στην Βενετία και την άρνηση της αγαπημένης του κοπέλας στην πρότασή του. Μετά την επιστροφή του στη Μόσχα, μπαίνει στους κύκλους των συμβολιστών και φουτουριστών. Αργότερα όμως, διαλέγει μια πορεία ανεξάρτητη. Μεγάλη επιρροή άσκησε επάνω του η ποίηση του Μαγιακόφσκι με τον οποίο γνωρίσθηκε το 1914.
Όποιος διαβάσει προσεχτικά του ύστερους στίχους του Παστερνάκ θα καταλάβει την ψυχική του αγωνία. Υπήρξε ανήσυχος ως το τέλος. Με μια ακατανίκητη επιθυμία να διαλογισθεί πάνω στην τραγικότητα και τις αντιθέσεις της ζωής.