(…) η ιστορία (το ξύπνημα) 3:
Τότε κινήθηκα οριζόντια και κάθετα, ταχτοποιώντας. Τα πιάτα στην πιατοθήκη, τα βιβλία στην βιβλιοθήκη, τα μυστικά στις ρωγμές, τα παιδιά στον Καιάδα, τα του Θεού στον Θεό.
Περιέγραψα με γυμνά χέρια τα δώρα του χάους: Τα πράγματά μας κατ’ εικόνα και ομοίωση. Απομάκρυνα προς στιγμήν την σκόνη κι ό, τι υπαινίσσεται.
Βρισκόμουν βέβαια (πάλι) (ανέκαθεν) (για πάντα), στο ίδιο θεόρατο δωμάτιο. Που περιείχε όλα τα δωμάτια, τα παρελθόντα και μελλούμενα. Στο δάπεδο, χρόνος μονωτικός, έγχρωμος, χρόνος ιπτάμενος. Άφησα το κρεβάτι με τον ουρανό να ταξιδεύει. Πρησμένα μαξιλάρια από ανάσες φαντασμάτων όλη νύχτα. Ίσιωσα αδιόρατα τη θαλασσογραφία. (Μαύρη απ’ τον καιρό, μια σημασία της αβύσσου). Άγνωστη θάλασσα. Στο βάθος, το πιάνο του Άγγελου, γράφοντας κύκλους με το σκούρο του πτερύγιο. Τώρα, ο πίνακας, πιο μαύρος, οδηγούσε στον καθρέφτη. Μέσα του, η μαρμαρένια σκάλα, ατμός άσπρος. (Δεν υπήρξε λοιπόν, ποτέ ο όροφος) Κι ο μισός κήπος της Χαλκίδας. Έκτατός, ανάμεσα στα συμβάντα και στα μη συμβάντα.
παρεμβολή / τα σημάδια:
Τα κρυφά ονόματα των πραγμάτων
Που επικαλέστηκα και με γνωρίζουν.
Ο φύλακας με τη διχαλωτή σκιά.
Ο συνομήλικός μου Ισραήλ
Στη μαγική εικόνα, άλυτη στους χάρτες.
Το δαχτυλίδι χωρίς εξουσία.
Το ανώνυμο τηλεφώνημα
Σε κομμένη γραμμή.
Της γέννησής μου η αναγγελία
Από μακριά.
(Κι αν ήταν κρυπτογραφημένη, πώς;
Ή σαν επιταγή, σε τι
Την εξαργύρωσα;)
(…)
(Από το: Ιστορια μιας ώρας σε πτυσσόμενο χρόνο, Libro)