Τη στιγμή εκείνη
Έγινε η καταστροφή του Ναού
Με τους οξύλιθους.
Άηχα άνοιξε η νύχτα
Το προαιώνιο πένθος για την Εξορία.
Μες απ’ τη μαύρη τρύπα
Δεξιόστροφος,
Αργά
Ο ουροβόρος χρόνος
Πάλι ξετυλίχτηκε.
Τότε κατέβηκε μια δύναμη με τον αέρα
Διαστρέφοντας την κλίμακα.
Βούιζαν γύρω θύελλα παράσιτα
Στον ιστό μιας απίστευτης κακοφωνίας
Προσπαθούσε.
Νευρικές απολήξεις ανεμίζαν
Άπλωναν κύκλοι, κύματα ναυτίας
Έτριζε να διαρραγεί η μεμβράνη
Έχανα το σήμα
Μπορεί να ’ταν για μένα, μπορεί
Να μην υπήρχα.
Μίλησε με παραβολές
Από τότε που με φωνές ζώων μιλούσα.
Κλήρος σου, είπε, τα ορατά
Και φόρος τα αόρατα.
Όσα θα ονομάσεις κι όσα
Κάποτε
Θα επικαλείσαι.
Θα βρεις τα φύλλα σφραγισμένα ένα ένα
Τα κατοικίδια με το σημάδι του Θηρίου
Προγόνους κι απογόνους σε ημιζωή
Όταν φυσάει απ’ τις σκοτεινές σου ηλικίες.
Και θα ξεχνάς πως οι συγκάτοικοι
Αν αποστρέψεις το βλέμμα, δεν υπάρχουν
Δεν υπήρξαν ποτέ, δεν θα υπάρξουν
Ούτε καν θάνατος, ούτε καν θάνατος.
Θα ’ρχονται όλα
Με τη σκιά τους και τη μοίρα τους
Όπως τα ονειρεύτηκα.
Και θα γνωρίσεις
Τον ένα μες στον ύπνο του άλλου.
(απόσπασμα από το Ο ΕΝΟΙΚΟΣ, Κέδρος 1999)