ΣΕΡΝΟΤΑΝ από ώρα η ώρα, ύπουλα
Διαχεόταν πάλι στον αέρα μαύρη ύλη
Απ’ το περίσσευμα της Τρίτης η Τετάρτη κι εναντίον μου
Κι αυτή μύριζε κρέας, όμως πάντα εγώ θα μύριζα
Ξινά στο σκοτεινό περβόλι, που λεμόνιζαν
Πορτοκαλίζαν, φώτιζαν το νου μου τόπους – τόπους, όταν –
Κάτι σαν να αγωνιζόταν να σχηματιστεί, δυσκολευόμουν
Ξέφευγε το αιθέριο έλαιο μιας σκέψης
Μια δεύτερη την πρώτη έστυβε, το μίγμα πύκνωνε
Δυσκολευόταν και ο τελευταίος επισκέπτης
Έσπρωχνε να μπει
Ήταν ακόμα πιο αλλόκοτος από τους άλλους
Ήταν πολλοί, ήταν ο ένας
Ερχόταν ίσως από τα βάθη μιας αρχαίας δαγγεροτυπίας
Εκείνης, με τον μέλανα δρυμό στο φόντο, όπου
Στα εωσφόρα δέντρα του
Μπαινόβγαινε εκ γενετής
Εύστροφη αλεπού το βλέμμα μου και ολοένα
Άλλαζε θέση στα κρυμμένα –
Όπου, πριν χρόνια
Στο ξέφωτο του είχα δει, χαράματα
Πουλιών αεροβάφτισμα
Και την ανάληψή τους, ήταν
Ο κόρακας, η χελιδόνα, το αηδόνι, το κοτσύφι
Ο αετός
Και όλα τα πουλιά που είχαν κατοικήσει ποιήματα
Κι αποκληθήκαν δαίμονες, όπου
Στο ξέφωτό του είχα δει, ανθίζανε
Ροζ, κάτασπροι, κίτρινοι και μαβιοί οι φθόγγοι
Που δεν αρθρώθηκαν, δεν συναρθρώθηκαν σωστά
Να γίνουν προσευχές
Άπειρες συλλαβές, άλλες από μαντείο
Άλλες από τα ακατάληπτα του ανέμου
Άλλες
Από των ξεχασμένων προπατόρων τις ντοπιολαλιές-
Όλα τα λόγια τα υπόλοιπα
Που ήταν δύο και τρεις φορές και χίλιες, όλα ειπωμένα
Δεν έπρεπε ξανά να μιληθούν –
Κι ο τελευταίος επισκέπτης δεν μου μίλησε
Και δεν του μίλησα.
Δεν μ’ αναγνώρισε και δεν τον αναγνώρισα
Δεν θα ’φευγε ποτέ –
Πολύ ωραίο!
Ευχαριστώ!!!