Πάλευα τα σκεπάσματα, πηχτά, βαριά, ν’ αναδυθώ
Πάλι, έστω για λίγο
Πρέπει να υπάρχει άλλος ένας, ένας ακόμα
Σταθμός ανεφοδιασμού, να πάρω ανάσα
Σκεφτόμουν – δεν σκεφτόμουν, δεν μπορούσα
Μα εγώ ποτέ δεν διάλεξα τέτοια διαδρομή
Ποιος μ’ έπαιρνε μαζί του;
Με τι ταχύτητα ασύλληπτη
Μ’ απορροφούσε αυτιστικός λαβύρινθος
Ανέβαινε, κατέβαινε
Ξετυλιγόταν, τυλιγόταν, ατελείωτος
Όχι, θαρρώ πως φτάνουμε:
Στην έξοδο του τούνελ τετραγωνιζόταν
Καδράριζε λιθογραφία ομιλούσα
Πλήθος ηρώων, ο καθένας με τα όπλα του
Γνωστοί, ανώνυμοι, γύρω κομπάρσοι πλήθος
Ποζάραν, διαπληκτίζονταν για την αιωνιότητα
Κάποιος υπέγραψε αριστερά
Βγήκα στην επιφάνεια, επιτέλους
Να, τώρα συμπεριλαμβανόμουν πάλι στην εικόνα
Επιχρωματισμένη, με τα είκοσί μου χρόνια
Φόντο ένα Λονδίνο του ‘80, μες στην αιθαλομίχλη του ακόμα
– πάχνη κοιμητηρίων –
Μέσα στην υγρασία το εξαχνωμένο Χάυντ Παρκ
Δεν έβλεπα καλά, στα μάτια μου
Θρυμματισμένα κρύσταλλα παραμορφωτικών φακών, δεν έβλεπα
Τα χρώματα που δεν υπήρξανε ποτέ, που όμως
Τα’ χε φωτογραφίσει μνήμη κάποτε
Τα’ χε σκηνοθετήσει όραση – η ασκημένη από ποιον;
Δεν έβλεπα, κοίταξα από μέσα τον λαβύρινθο και συρρικνώθηκε απότομα
Έγινε ένα σκουληκάκι, χάθηκε σε τρύπα
Γεμάτη λέξεις άπλαστες ακόμα, όλο χώματα
Τι ήταν πάλι όλο αυτό; ρώτησα έντρομος
Εκείνη τη μικρή διαίσθηση που πανταχού παρούσα κατατρώει
Ακόμα μία, είπε, άτυχη παρανάγνωση της μοίρας σου
Ξύπνα ξανά –