Οι ώρες είναι λίγες, μόνο δώδεκα
Πέφτουνε σε αντικατοπτρισμό μαύρου καθρέφτη και διπλασιάζονται
Μετείκασμα του άχρονου
Οφθαλμαπάτη- μπορεί και να ’ναι μόνο μία ώρα
Ως πότε θα ξυπνάω;
Στον ύπνο πια συνωστισμός
Οι μεγάλες ιδέες που μας έθρεψαν παραμεγάλωσαν
Παλιμπαιδίζουν, ήδη
Ολόκληρη συμμορία Έθνη, ορφανά
Ξυπόλητα σκισμένα λερωμένα
Παίζουν κρυφτό, κυνηγητό, κλέφτες και αστυνόμους
Παίζουν στον κήπο μπάλα το κεφάλι μας
Α, ο κήπος, ευτυχώς, τουλάχιστον
Όσο κοιμάμαι, θάλλει πάντα
Μικρές άγριες ιδέες ξεφυτρώνουν αδιάκοπα
Αναρχικά αναρριχητικά, ζιζάνια
Άπειρα φύλλα χλόης, ταπεινές παραπομπές
Κι όλο απλώνεται ο κήπος
Φουντώνει, ανεβαίνει, περιπλέκεται
Θα ωραΐσει, θα στοιχειώσει τα σοφά ερείπια μας-