Ατάκτησα ξανά: με άναψα
Και κρύφτηκα μετά στη ζωγραφιά μέχρι να δω
Τη φλόγα να γυρνά στο ξύλο, το ξύλο στο νερό
Και το νερό στον ουρανό – πάντα γυρνάνε
Να δώσουν αρραβώνα τα στοιχεία
Να κάνουν πρόβα στη συντέλεια-
Πάλι ατάκτησα. Και κρύφτηκα μετά, μη με μαλώσουν
Στο πιο βαθύ κρησφύγετο, όλο σπασμένα
Σκονισμένα σσσς
Και σχέδια επί σχεδίων και
Μυρωδιές από βιβλία ιερά – ανίερα
Ξεθυμασμένες
Όμως και ξάφνου έντονες πολύ και τοξικές
Όταν αγγίζουν ποίηση –
Στο μεταξύ ας μουτζουρώσω κι άλλο, είπα
Να, μονοκονδυλιά η αποτύπωση:
Σπιτάκι παιδικό, λείπει η πόρτα
Βυζαντινό, απόκρημνο και οξυκόρυφο
Βαρύ το όρος πίσω, λείπει ο θεός
Η θάλασσα σγουρή κι ο ήλιος αχινός
Σε πρώτο πλάνο
Γυμνό κλαρί κουφό, τυφλό, Γενάρη μήνα
Σε σύντομη αναστολή ζωής
(Που όμως διαρκεί για πάντα στο μεγάλο χρόνο
Εκεί που ονειρεύεσαι ανθό, θυμάσαι
Σκιρτήματα των φύλλων στις φωτοσκιάσεις
Θροΐσματα αχ χλόης φεύγοντας πλαγιαστά στο βοριαδάκι
Ονειρεύεσαι)-
Τέλος, στην άκρη του χαρτιού το ανθρωπάκι
Αδέξιο κι έτοιμο να πετάξει-
…………………………………………………………..
Εκεί με βρήκαν. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Δεν έτυχαν τυχαία όλ’ αυτά-
“Δεν έτυχαν τυχαία όλ’ αυτά”…. δεν σου έτυχε τυχαία η ποίηση…
Δεν είναι γιατί ζεις ποιητικά, όπως συνηθίζουν να λένε μερικοί… ούτε γιατί χωρίς την ποίηση δεν μπορείς… Είναι έτσι γιατί δεν μπορεί να είναι αλλιώς.. Πάντως όχι τυχαία…