Βρέχει
(Βρέχει απαρηγόρητα
Το σαρκοφάγο χώμα
Βλασταίνει τρίλια, τρέμει το πουλί
Μια χρυσαλλίδα ποιήματος στα χόρτα διαθλά τη μνήμη
Πόσος σπαταλημένος χώρος στο κενό μιας λυπημένης σκέψης-)
Στεκόμουν όπως πάντα άκρη
Η νύχτα μόλις άγγιζε
Κι όμως είχε αφήσει κιόλας μελανιές παντού-
Τι μ’ ενοχλούσε; Ίσως
Στο βάθος της εικόνας εκείνη η παρουσία -μόνιμη σχεδόν-
Του Ζώου, ενός ζώου ευαγγελικού
Κατάμαυρου απ’ του σφαγείου τον τρόμο
Που ’χε τη σάρκα του μολύνει πριν να γεννηθεί-
Στεκόμουν
Μπορούσα να με γράψω, να με αθωώσω;
Πολλές φορές ζήτησα εξηγήσεις
Μα ήταν ύβρις:
Τίποτα και κανείς δεν επιδέχεται ερμηνεία-
Αμίλητος πάντα αυτός με τη νηφάλια σκέψη
Και των πολλών υδάτων τη φωνή