Αυτός ο καλαίσθητος τόμος εκτός από εργαλείο, είναι κόσμημα, αναψυκτήριο και χαρά.
Ξέρετε, μιλώ για το βιβλίο ως αντικείμενο φετίχ – που το πιάνεις, το χαϊδεύεις, το μυρίζεις… Μετά το ξεφυλλίζεις, το διαβάζεις – έστω παίρνεις μεζεδάκια από τις σελίδες του και, τέλος, όταν το φυλάξεις στη βιβλιοθήκη και το συμπεριλάβεις στην περιουσία σου, χαίρεσαι που «τη γλώσσα σου έδωσαν ελληνική…»
Το Μούσας άγγιγμα είναι το έπαθλο ενός άθλου. Ένα βιβλίο που έγινε με έμπνευση, σεβασμό, βαθιά γνώση και αγάπη, σε όλα τα στάδια της υλοποίησής του, από την μετάφραση μέχρι την σελιδοποίηση, την επιμέλεια, την επιλογή γραμματοσειρών και εξωφύλλου.
Θα πω λίγα λόγια γι αυτό ως άνθρωπος που αγαπά τα όμορφα βιβλία, ως συγκινημένος αναγνώστης, και, βεβαίως, ως αρχαία φιλενάδα της Γεωργίας – με την οποία γνωριζόμαστε από το Πανεπιστήμιο. Συμπορευτήκαμε στον ίδιο χώρο – μόνο που, ενώ εκείνη αφοσιώθηκε με πάθος στη σπουδή του, εγώ πέρασα από εκεί μάλλον ως τουρίστας. Οπότε τώρα δεν δικαιούμαι να επιχειρήσω ανάλυση και τεκμηριωμένη αποτίμηση σχετικά με την επιστημονική πληρότητα του έργου– αυτό θα το κάνουν οι εκλεκτοί συμπαρουσιαστές. Μπορώ όμως να προσεγγίσω το Μούσας άγγιγμα με την ποιητική μου ιδιότητα.
Θέλω λοιπόν να σας πω το ποίημα που είχα γράψει για τη Γεωργία, ένα ποίημα που ιχνογραφεί, καλά θαρρώ, το χαρακτήρα και το πάθος της:
Η Γεωργία
Εύφορη η ίδια, γεωργεί κι άλλες καρδιές. Μητρική φύση για ενήλικες κυρίως και υπερήλικες, δεν γέννησε μωρά. Γι αυτό, αγαπά και δίνεται σε πιο πολλούς απ’ όσους είναι γύρω της ή στο δικό της χρόνο.
Έσκαψε σε αρχαίους οικισμούς, παράφορη, αδιάκριτη, περίφροντις. Παράφορη το ίδιο, σκάβει σε βάθος τώρα στα μεγάλα κείμενα.
Τότε, ερευνούσε ίχνη, έβρισκε όπλα, εργαλεία, σκεύη, τάφους, μα, στην πραγματικότητα, έψαχνε, σε κάθε εποχή, να εντοπίσει ανθρώπους. Εντόπισε λίγους. Αυτούς, συνεχίζει, αμερόληπτη, να τους ανακαλύπτει πάντα. Τους νοιάζεται, τους μεγαλώνει, τους συντρέχει. Κι όταν, απ’ τη δουλειά της, καταφέρει ν’ αποκτήσει κάποια λέξη σπάνια, πολύτιμη, αν και φιλάργυρη εκείνη, γενναιόδωρα τους τη χαρίζει.
Κατέχει και κατέχεται από την πρώτη γνώση, που η ίδια δεν γνωρίζει. Όμως, το διαισθάνεται: η λέξη είναι η μόνη περιουσία μας, η μόνη ουσία. Ο μόνος τρόπος να υπάρξει ο κόσμος – όντας η αιώνια ψυχή εκείνου του στιγμιαίου, που κάποτε βαφτίστηκε.
Γι αυτό, η Γεωργία προφέρει τη λέξη με πάθος, να φυσήξει τη σκόνη απ’ τη διάρκειά της, ν’ αστράψουν όλες οι έδρες της στο φως. Και την προσφέρει.
Ναι, την περιγράφω πιστά. Δεν θα ξεχάσω τα ξαφνικά της τηλεφωνήματα: όταν συναντούσε στη μελέτη της κάτι που της άρεσε, έπαιρνε κατενθουσιασμένη τους φίλους, να τους το χαρίσει! Συγκινημένη, χαμηλώνοντας εμπιστευτικά τη φωνή μετά το καλημέρα / καλησπέρα, σου πετούσε π.χ. ένα «Άκου: ‘κυανέω γνόθω’ (στο βαθυγάλανο σκοτάδι) σου αρέσει; Κράτα το!» Ή: «Οινανθίδες – δεν είναι πολύ όμορφη η λέξη για τ’ ανθάκια του αμπελιού; Σ’ αρέσει; Σου τη χαρίζω! Ή: «Άκου: ‘μάργος’ στον Αλκμάνα ονομάζεται ο παιχνιδιάρης, ο τρελός έρωτας, το’ ξερες; Χα! Οπότε, η ‘μαργιόλα’, που λέμε εμείς, είναι επιβίωση αυτής της λέξης!» κ.ο.κ.
Ανέκαθεν ήθελε να μοιράζεται αυτά τα τιμαλφή…
Η Γεωργία Παπαδάκη εξακολουθεί και σήμερα να είναι ερωτόληπτος μοναχή, αναγνώστης των αρχαίων κειμένων. Συνευρίσκεται μαζί τους νυχθημερόν, κρατά τη γραμμή επικοινωνίας ανοιχτή στο διάστημα, στον χρόνο.
Αντλεί από τον τεράστιο πλούτο αυτής της αιώνιας γλώσσας (η αίσθηση των λέξεων της οποίας, η βαθύτερη ουσία τους, μας προσεγγίζει όλους από αρχαίους, αθέατους δρόμους και η μουσική της μας υποβάλλει συγκίνηση, εικόνες, κάτι σαν νοσταλγία για κάποια πρώτη πατρίδα της ψυχής, ανείπωτα, ακαθόριστα συναισθήματα – ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουν να πουν οι στίχοι. Κι αυτό επειδή, η γλώσσα αυτή είναι η δική μας: μια που ακούστηκε έτσι, άπαξ στο χρόνο, πέρασε για πάντα στο κύτταρο της φυλής.)
Καρπός των ερώτων της Γεωργίας είναι το βιβλίο αυτό, το Μούσας άγγιγμα, που μας προσφέρει, με το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο και την ζωντανή, πάλλουσα μετάφρασή του, μια ανθολογία ελληνικής ποίησης που καλύπτει 13 αιώνες.
Στον τόμο περιλαμβάνονται έργα 48 ποιητών – από τον Ησίοδο και τους λυρικούς της αρχαϊκής εποχής, μέχρι τους ποιητές της ελληνιστικής εποχής και τους επιγραμματοποιούς των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Περιλαμβάνονται επίσης αποσπάσματα από δράμα και κωμωδία του 4ου αι., αποσπάσματα από τον Μένανδρο, τον τελευταίο μεγάλο δραματουργό της αρχαιότητας, σκαμπρόζικα αποσπάσματα από τον μιμογράφο Ηρώνδα. Περιλαμβάνονται ακόμα και ποιητικά έργα των φιλοσόφων Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Εμπεδοκλή.
Τα κείμενα αναφέρονται σε μια ποικιλία διαχρονικών θεμάτων: τον έρωτα και την αγάπη, τη φιλία και το νείκος, τη νεότητα και το γήρας, την φύση, την χαρά της ζωής, τον πόλεμο, τον θάνατο… (Εδώ θέλω να αναφέρω το απροσδόκητο απόσπασμα του Εμπεδοκλή, που μιλά για την αθανασία της ψυχής και τον κύκλο των μετενσαρκώσεων «ήδη γαρ ποτ’ εγώ γενόμην κούρος τε κόρη τε / θάμνος τ’ οιωνός τε και έξαλος έλλοπος ιχθύς.»)
Ένα ευρύτατο, πολύχρωμο φάσμα λόγου, ανοίγεται στα έκθαμβα μάτια του αναγνώστη σαν βεντάλια που την κοσμούν ολόγλυφες λέξεις, θραύσματα αισθημάτων, στιλπνά, πολύεδρα, φέγγοντας μέχρι τον βυθό τους, κτερίσματα αθανασίας. Στη μετάφραση, αρτιμελές και πάλι το μαρμάρινο σώμα των αιώνιων αξιών ζωντανεύει και συνεχίζει να νεύει στην αιωνιότητα.
Θέλω να κλείσω αναφέροντας (και ανατρέποντας) ένα από τα ανθολογούμενα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας:
Πέθανε ο Θεόδωρος… /Τώρα στ’ αλήθεια πέθανε και των παλιών των ποιητών το πλήθος που ’ναι στην άλλη τη ζωή. / Γιατί όσο ανάσαινε αυτός, όλοι ανάσαιναν μαζί του- / κι ως έσβησε αυτός, όλοι χαθήκαν κι έσβησαν. (…)
Εδώ ο επιγραμματοποιός Ιουλιανός ο από Υπάρχων υπερβάλλει βεβαίως «ποιητική αδεία», και δήθεν φοβάται πως με το θάνατο κάποιου, σπουδαίου πιθανόν, ποιητή των ημερών του, χάνονται κι όλοι οι ήδη πεθαμένοι ποιητές, πως κόβεται το νήμα.
Όχι όμως. Αυτό δεν γίνεται ποτέ: κάθε ποιητής είναι πρόγονος και απόγονος όλων των ποιητών.
Και, ευτυχώς, οι ποιητές υπάρχουν πάντα, και μεταλαμπαδεύουν από αιώνα σε αιώνα τη συνέχεια της γλώσσας. Και, ευτυχώς, υπάρχουν και άξιοι μεταφραστές που μας βοηθούν να μη χάνουμε επαφή, να συνεχίζουμε να κοινωνούμε και να μετέχουμε.
(Ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου, το 2017 στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΜΟΥΣΑΣ ΑΓΓΙΓΜΑ:
Ένα απάνθισμα δεκατριών αιώνων ελληνικής ποίησης
(8ος-6ος αι. π.Χ. και 4ος αι. π.Χ.-6ος αι.μ.Χ)
Αρχαίο κείμενο και απόδοση
Ο αρχαίος ελληνικός ποιητικός λόγος στη μακραίωνη διαδρομή του έχει να παρουσιάσει μοναδικά, απαράμιλλης ποιότητας επιτεύγματα. Από τον τεράστιο ποιητικό πλούτο, από τον οποίο, δυστυχώς, ένα πολύ μικρό μέρος διασώθηκε ώς τις μέρες μας, συγκροτήθηκε η παρούσα Ανθολογία με σκοπό να αναδείξει μεγάλους δημιουργούς και έργα ασύγκριτης τέχνης, εκφραστικής δύναμης, χάρης και ομορφιάς. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται σαράντα οκτώ επιφανείς ποιητές, οι οποίοι αναδύθηκαν μέσα από την εξέλιξη της αρχαίας ποίησης στο διάβα δεκατριών αιώνων (από τον 8o ως τον 6o αι. π.Χ. και από τον 4o προχριστιανικό αιώνα έως τον 6o αι. μ.Χ.).
Ησίοδος, Τυρταίος, Σόλων, Αλκαίος, Στησίχορος, Ανακρέων, Ίβυκος, Σιμωνίδης ο Κείος, Πίνδαρος, Βακχυλίδης, οι φιλόσοφοι ποιητές Ξενοφάνης, Παρμενίδης και Εμπεδοκλής, Αντιφάνης και άλλοι ποιητές της Μέσης κωμωδίας, Μένανδρος, Καλλίμαχος, Θεόκριτος, Απολλώνιος ο Ρόδιος, Λεωνίδας ο Ταραντίνος καθώς και άλλοι σπουδαίοι επιγραμματοποιοί, όπως ο Ηρώνδας, είναι μερικά από τα λαμπρά ονόματα που θα συναντήσει ο αναγνώστης στο συναρπαστικό ταξίδι στο οποίο τον καλεί η ποιητική Μούσα μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Η Γεωργία Παπαδάκη σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Πρώτο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τίτλο «Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ‘Εχουν εκδοθεί άλλα δύο βιβλία της: Ανθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης (Ροές, 2003) και Ο δικός μας Αριστοφάνης (Περίπλους,2009).