Ξέρετε –ξέρουμε ποιος είναι ο Ρίτσος;
Όλο τ’ απόγευμα, σκυμμένος στ’ ακρογιάλι, μόνος,
μάζευε βότσαλα, λευκά, τριανταφυλλιά, γαλάζια,
με τόση σοβαρότητα και προσοχή, που ο ίδιος
χαμογελούσε με υποψία για την προσοχή του
για τη δουλειά του, για τα χρώματα και για τον κόσμο.
Αυτός, θαρρώ, είναι ο Ρίτσος. Ή μάλλον, κυρίως αυτός.
Εξηγούμαι: δεν είναι μόνο ο επαναστάτης, ο στρατευμένος, ο επικός, ο εθνικός ποιητής – δηλαδή ο ποιητής ο στολισμένος με όλες τις παροδικές ιδιότητες των καιρών και της ανάγκης, ο εθνεγέρτης:
…Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ’ τον κόσμο
τραγουδάμε, αδελφέ μου, για να σμίξουμε τον κόσμο…
Ούτε είναι μόνο ο δαφνοστεφής ποιητής, που μετάγγιση του λόγου του μας έχει γίνει εκ γενετής, μέσω της μουσικής.
Ναι, χωρίς αμφιβολία, είναι όλα αυτά… Είναι απέραντος, αλλά απ’ όλες τις όψεις του είναι πάντα ο ίδιος· (και γι’ αυτό, πολλές φορές, στο έργο του αντιφάσκει –και δικαιούται να το κάνει– όπως ο θεός).
Αλλά στο βάθος, είναι κυρίως ένας ποιητένιος ποιητής –κάτι πιο απλό και βαθύ: ο παρατηρητής για τα μικρά και ελάχιστα και αιώνια, ο άμεσος ανταποκριτής της ζωής:
…ένα πουλί του κλείνει το μάτι, κι αυτός αποκρίνεται
ένα αδέσποτο σκυλί του κουνάει την ουρά,
ένα πράσινο φύλλο του δείχνει όλες τις φλέβες του – κι αυτός χαμογελάει
γι’ αυτή την ιδιαίτερη προτίμηση που του δείχνουν
ετούτα τ’ αγαθά, λησμονημένα πλάσματα του θεού – ζούδια και πρόσωπα και πράγματα…
Είναι ο ένθεος χειρώναξ της γραφής, ο σοφός που απεκδύεται τις υψηλές συλλήψεις, τις μεταποιεί σε εικόνες μοναδικής καθαρότητας, και τις φέρνει στα ανθρώπινα μέτρα:
…Μικρό, ιερό, νοικοκυρεμένο τοπίο. Λίγο αργότερα
μια μεγάλη, θολωτή παλάμη αγιοσύνης
σκιάζει το ολόχρυσο, εκτυφλωτικό μεσημέρι.
Κύριε, κάνε να μη δούμε ούτε μπροστά ούτε πίσω.
Και, βέβαια, είναι ο παγανιστής:
…Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου
είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.