Κύματα ωστικά πελώρια σπρώχνουνε τον ωκεανό του ύπνου, μετατοπίζουν σύνορα, σβήνουν παράλια, ξεβάφουν σύννεφα, αποκαλύπτεται ξανά το άνοιγμα –
Τι ώρα είναι; Είναι ώρα. Διαλύεται η τελευταία συγχορδία, ήσυχα σχηματοποιείται πάλι σε συστάδα ίσκιων βαθυκύανων – ποιος είναι;
Αρχίζουν να εισβάλουνε οι επισκέπτες αγελαία – Δεν διακρίνω πρόσωπα, δεν έχουν πια, τα περιγράφει μονάχα μια αχνή οσμή συγχώρεσης , ομογενοποιώντας κι άλλο, κι άλλο-
Είναι ασφαλής αυτή η δίοδος; Είναι διπλής κατεύθυνσης; Ρωτά ο κορυφαίος –ποιος;
Ναι, ο πατέρας, συνδεδεμένος πάντα στο μυαλό, σε κάποια λάθος σύναψη κυττάρων, να, προχωρά, διασχίζει το αρχαίο άλσος μέσα μου, κεντρίζοντας με σφήκες, μέλισσες, ενοφθαλμίζοντας θλίψη βασιλική στην άγρια συκιά με τους ορνούς της μνήμης, διεισδύοντας τόσο βαθιά σε παρελθόν και μέλλον, που βγαίνει ευθεία απ’ την άλλη άκρη, εκεί που Χρόνος δεν υπάρχει πια – τι ώρα είναι; Τι είναι η ώρα;
Να, τώρα ακολουθούν και οι υπόλοιποι, παλιοί νεκροί και πρόσφατοι, ακόμα κι ο προχθεσινός, ο παιδικός μου φίλος, ανεστραμμένο μαύρο δάσος, ριζωμένοι στα σαρκοβόρα δέντρα τους γερά –
Όχι, δεν ήταν ασφαλής αυτή η δίοδος, καμιά δεν είναι –
(συνεχίζεται)