Η ΜΑΡΜΑΓΚΑ
Η ώρα δεν ήταν ακόμα εννιά, έκανε όμως ήδη πολλή ζέστη. Ο ουρανός ξεθώριαζε ολοένα και περισσότερο απ’ τον δυνατό ήλιο και τα τζιτζίκια τσιτσίριζαν σα να καίγονταν σ’ ένα αόρατο τηγάνι.
Ο Λέανδρος βρισκόταν ανεβασμένος στη μεγάλη βασιλική συκιά στην άκρη των Αμπελιών. Η Ηρώ ήταν από κάτω. Είχε σκαρφαλώσει στο φαρδύ χείλος της στέρνας, έπιανε τα σύκα που της πετούσε ο αδελφός της και τα έβαζε στη μεγάλη τσέπη της ποδιάς της. Έκαναν κάπου μισή ώρα τώρα αυτή τη δουλειά.
Το τελευταίο σύκο της ξέφυγε κι έπεσε στο μαύρο νερό μ’ ένα πλομπ!
«Φτάνει πια, κατέβα» του είπε και πήδηξε κι αυτή στο έδαφος.
Οι ίδιοι είχαν φάει αρκετά. Αυτά θα τα πήγαιναν στην Καίτη και στη Λιλή που τους περίμεναν στους στάβλους. Θα δίναν και στον Ξάνθο, τρελαινόταν για σύκα. Ο καημένος ο Ξάνθος, δεν τον έζευαν πια στο ψάθινο αμαξάκι ούτε τον καβαλούσαν – ήταν λίγα χρόνια μόνο μεγαλύτερος απ’ την Ηρώ, αλλά τα πόνυ γερνάνε πιο γρήγορα απ’ τα παιδιά.
«Οι φοβιτσιάρες…» είπε ο Λέανδρος για τις αδελφές τους, κατεβαίνοντας απ’ τη συκιά. «Ποτέ δεν έρχονται μαζί. Τα θέλουν έτοιμα.»
Το μανίκι της μπλούζας του είχε ξηλωθεί στη ραφή. Το παντελόνι του κρεμόταν από μια τιράντα, η άλλη σερνόταν πίσω του σαν ουρά. Ήταν ένα αδύνατο γαλανομάτικο αγόρι, μελαψό από τον ήλιο και τη βρόμα, όλο πόδια και χέρια που δεν σταματούσε να τα κινεί ούτε λεπτό.
«Αν δεν τους πάμε όμως, θα μας μαρτυρήσουν», είπε η Ηρώ.
Δεν έμοιαζε και πολύ στον σχεδόν δίδυμο αδελφό της – εννέα μήνες είχαν διαφορά – ούτε στα χαρακτηριστικά ούτε στα χρώματα. Αυτή ήταν καστανή και μάλλον στρουμπουλή. Το πρόσωπο και τα πόδια της φαίνονταν κάπως πιο καθαρά αλλά τα ρούχα της ήταν στην ίδια κατάσταση με του Λέανδρου: η ποδιά της όλο λεκέδες και το στρίφωμα του φουστανιού της σκισμένο. Κανένας δεν είχε καιρό για τα παιδιά, η μαμά τους ήταν πάντα αδιάθετη κι οι κολίγισες είχαν τις δουλειές τους. Υπήρχε βέβαια και η Μαρίνα που μαγείρευε, αυτή όμως είχε και την ευθύνη του μωρού, του Νικοντίνου. Ο Νικοντίνος ήταν πολύ φιλάσθενος και μη μου άπτου. Δε φαινόταν να θέλει να μεγαλώσει. Κόντευε τα τέσσερα κι ακόμα δεν πολυπερπατούσε ούτε μιλούσε καθαρά.
Οι τρεις μεγάλοι, ο Τάκης, ο Γιάννης κι η Kαίτη, φρόντιζαν κάπως τον εαυτό τους. Τ’ άλλα τα τέσσερα μικρότερα παιδιά γυρνούσαν όλη μέρα «σαν γυφτάκια» όπως έλεγε η Μαρίνα, ελεύθερα κι ανεξέλεγκτα.
Στη στέρνα πάντως απαγορευόταν αυστηρά να πλησιάζουν, ήταν επικίνδυνη. Πέρυσι είχε πέσει μέσα ο Παναγιώτης, ο γιος της Μαρίνας, δεκαπέντε χρονώ παλληκάρι και κόντεψε να πνιγεί. Δεν ήταν και τόσο βαθύ το νερό, αλλά ο πυθμένας και τα τοιχώματα είχαν ένα παχύ στρώμα γλίτσας και δεν μπορούσε ούτε να σταθεί ούτε να πιαστεί πουθενά.
Είχε διηγηθεί ο ίδιος το πάθημά του στους μικρούς, με πολύ παραστατικές χειρονομίες, γουρλώνοντας τα μάτια και χαμηλώνοντας τη φωνή καθώς έφτανε στο σημείο που «ένιωσε κάτι να τον αρπάζει ξαφνικά απ’ τον καβάλο και να τον τραβά μέσα». «Ήταν η Μαρμάγκα;» τον είχε ρωτήσει, επίσης ψιθυριστά, η Λιλή. «Σσσς… μη λες τ’ όνομά της…» της είχε πει ανατριχιάζοντας ο αγαθούτσικος Παναγιώτης.
Τα μαλλιά του ήταν πάντα σαν τ’ αγκάθια του σκαντζόχοιρου, τώρα όμως έμοιαζαν να στέκουν κι ολόρθα.
Μέσα σ’ αυτή τη στέρνα, λέει, ζούσε η Μαρμάγκα. Κανείς δεν μπορούσε να την περιγράψει με τι έμοιαζε, γυναίκα ήταν, αλλά δίχως μορφή. Άπλωνε πάνω της το μαύρο νερό σαν μαντήλα, και μάζευε ό,τι έπεφτε μέσα, παιδί, χώμα, ζώο, έντομο, σπόρο, πουλί.
Τα ρουφούσε όλα, τα διέλυε με υπομονή κι έπαιρνε τις ουσίες τους και τα ονόματά τους.
Κάποτε θα κατόρθωνε να φτιάξει μ’ αυτά το δικό της παιδί, ένα δαίμονα παντοδύναμο, ένα πλάσμα που θα ήταν όλα τα πλάσματα μαζί – και βατράχι και άνθρωπος και πέτρα και σκοτάδι και μύγα και δέντρο και σκυλί και άνεμος και νυχτερίδα και βροχή – και θα έβγαινε απ’ τη στέρνα να διαφεντέψει τον κόσμο.
Την ιστορία αυτή τη μισοπίστευαν κι η Ηρώ κι ο Λέανδρος, δεν μπορούσε όμως να τους κρατήσει μακριά απ’ την πελώρια βασιλική συκιά που τα κλαδιά της σκοτείνιαζαν τη στέρνα και την έκαναν να φαίνεται κατάμαυρη κι απύθμενη σαν την κόλαση.
Έτσι κι αλλιώς υπήρχαν πάμπολλες τρομαχτικές ιστορίες – τουλάχιστον μια για κάθε γωνιά του κτήματος. Αν τις λάβαινε κανείς υπ’ όψη του σοβαρά, θα έπρεπε να πιστέψει πως τ’ Αμπέλια ήταν ένας τρομαχτικός τόπος, τόσο πυκνοκατοικημένος από οποιαδήποτε άλλα όντα, που δεν είχε χώρο για παράλληλη συμβίωση με ανθρώπους ζωντανούς και κανονικούς, μεγάλους ή παιδιά. Υπήρχαν εκεί λάμιες, στοιχειά, κολασμένοι, καλλικατζούνια, τελώνια, φαντάσματα, ένας ολόκληρος κόσμος. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να φύγουν και μάλιστα τρέχοντας.
Όμως, κι οι άνθρωποι των Αμπελιών ήταν πολλοί. Στο κυρίως σπίτι, τα καλοκαίρια έμεναν με τη μαμά τους τα εννιά παιδιά του Mάλλιου (οκτώ τώρα γιατί η μεγάλη, η Λούλα, μόλις είχε κλεφτεί μ’ έναν «παρακατιανό», έναν χωροφύλακα) και στα τρία παράσπιτα, ζούσαν όλο το χρόνο, οι κολλίγες: Ο κυρ Νίκος με την κυρά Καλή – που μόνο καλή δεν ήταν – και την κόρη τους την Αρχοντούλα μια στριφνή μεγαλοκοπέλα, η Μαρίνα που έφτιαχνε ωραίες τηγανίτες, με τον γιο της τον Παναγιώτη, και η Αγγελικώ η χοντρή, με τους αδελφούς της, τον Γιάννη και τον Θόδωρο. Γι αυτόν τον τελευταίο έλεγαν πως έχει «πράσινα χέρια». Φύτευε, κλάδευε, μπόλιαζε, γιάτρευε απ’ τις αρρώστειες τα δέντρα κι όλα πρασίνιζαν.
Ούτε τα δέντρα όμως των Αμπελιών δεν ήταν όλα κανονικά δέντρα. Συγκεκριμένα, αυτά που έκαναν τα ρεγκλότα κι αυτά που έκαναν τις γλυκές αυγαριές ήταν, λέει, ψυχές άταχτων παιδιών που είχαν τιμωρηθεί να ριζώσουν σ’ ένα σημείο και να μη μπορούν να σαλέψουν παρά μόνο προς τα κάτω.
Ναι, υπήρχε ιστορία και για τα δέντρα, και για το μποστάνι και για το πηγάδι και για τα κελλάρια – ακόμα και για τις πέτρες της ξερολιθιάς υπήρχε: Η μάντρα, λέει, πέτρωνε όποιον προσπαθούσε να τη δρασκελίσει, κι έτσι μεγάλωνε.
Οι ιστορίες του σπιτιού πάλι, ήταν άλλου είδους. Είχαν να κάνουν με τους παλιούς ανθρώπους της οικογένειας. Για παράδειγμα, στη μεγάλη σάλα που έμενε κλειστή, κάποτε είχαν βάλει, λέει, τον αδελφό του παππού για να τον ξενυχτήσουν. Ένα απ’ τα τρίποδα έφυγε απ’ τη θέση του, το φέρετρο αναποδογύρισε κι έγινε κακό μεγάλο: Ο νεκρός κύλησε στο πάτωμα και σκόρπισαν τα παραγεμίσματα που του είχαν τοποθετήσει μέσα στα μανίκια και τα μπατζάκια του κοστουμιού (δεν είχε ούτε χέρια ούτε πόδια, του τά ’χαν κόψει γιατί είχε πάθει γάγγραινα απ’ το ζάχαρο). Και ζωντάνεψε, λέει, για μια στιγμή κι άρχισε να βλαστημάει δυνατά. Βλαστημούσε μέχρι που πέθανε πάλι, οριστικά αυτή τη φορά. Τον πήραν και τον έθαψαν, αλλά το φάντασμά του έμεινε εκεί «κι από τότε, με χέρια και πόδια από αέρα, τις νύχτες καβαλάει αρουραίους και τρέχει κάτω απ’ τα σανίδια».
Αυτά όλα τα διηγόταν η μαμά των παιδιών, η Kαλλιόπη. Τις σπάνιες φορές που ήταν καλά και χωρίς πονοκέφαλο, τα μάζευε γύρω της, στο παντοτινό μισοσκόταδο της κρεβατοκάμαράς της, και τους έλεγε ιστορίες. Όχι τα όμορφα παιδικά παραμύθια – αυτά τα είχε εξαντλήσει στην πρωτότοκη, τη Λούλα, όταν ακόμα ήταν ευτυχισμένη. Τώρα οι ιστορίες της ήταν άγριες, κι όλες είχαν για σκηνικό τον τόπο αυτό της εξορίας της που τον μισούσε και τον φοβόταν.
Βρισκόταν χρόνια αποκομμένη απ’ τους δικούς της, κλεισμένη στο κρύο σπίτι της οδού Αβάντων τους χειμώνες, και στο απομονωμένο κτήμα τα καλοκαίρια, να δέχεται τις σποραδικές επισκέψεις αυτού του μανιακού και ν’ αραδιάζει παιδιά. Έντεκα παιδιά είχε γεννήσει, της έζησαν τα εννιά. Το πρώτο, η Λούλα, είχε φύγει, είχε γλιτώσει. Το τελευταίο της, ο Νικοντίνος ήταν ακόμα μωρό.
…………………………………………………………………………..
Η Ηρώ κι ο Λέανδρος έφτασαν στους στάβλους χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς. Οι κολίγες λείπαν όλοι στη δουλειά, θημωνιάζαν απ’ τα ξημερώματα. Τα μεγάλα αγόρια αργούσαν πάντα να ξυπνήσουν, κι η Kαίτη το ίδιο. Η μαμά τους ήταν κλεισμένη δυο μερόνυχτα στο δωμάτιό της, κανένα απ’ τα παιδιά δεν την είχε δει.
Στο παχνί του Ξάνθου βρήκαν τη Λιλή και την Καίτη αναμαλλιασμένες και κλαμένες. Ο Ξάνθος χρεμέτιζε ανήσυχα. Η Λιλή είχε μια γρατσουνιά στο μάγουλο. Είχαν πάλι τσακωθεί και δεν μιλούσαν η μια στην άλλη. Πήραν μουτρωμένες τα σύκα τους κι έφυγαν μαζί προς το πλυσταριό. Εκεί είχαν τις κούκλες και τα μυστικά τους.
Η Ηρώ έδωσε στο πόνυ τα δυο σύκα που του αναλογούσαν. Το μουσούδι του Ξάνθου ήταν θερμό και τρυφερό κι η Ηρώ τον αγκάλιασε απ’ τον λαιμό κι έμεινε με το κεφάλι γερμένο πάνω του.
«Πάμε στο ποτάμι;» πρότεινε ο Λέανδρος.
«Να βάλουμε παπούτσια όμως», είπε η Ηρώ. «Πονάνε τα πόδια μου στις πέτρες.»
«Πού τα έχεις κρύψει;» ρώτησε ο Λέανδρος.
Η Ηρώ είχε πολλές κρυψώνες. Βγήκαν απ’ τους στάβλους, πήραν το μονοπατάκι που διέσχιζε τον μικρό λαχανόκηπο κι έφτασαν στην πίσω μεριά του σπιτιού. Εκεί βρισκόταν μια αποθήκη που φυλάγαν τα εργαλεία και τους σπόρους. Ήταν ένα χαμηλό, παράγωνο δωματιάκι, χτισμένο κάτω απ’ το χαγιάτι της κουζίνας. Έκανε δροσιά εκεί μέσα κι ήταν σκοτεινά. Λίγο φως έμπαινε από ένα μικρό φεγγίτη ψηλά, φραγμένο με σύρμα για τα ποντίκια.
Η Ηρώ πήγε στη γωνιά, έφερε δυο ζευγάρια σανδάλια κι έδωσε στον αδελφό της τα δικά του.
Τη στιγμή που τα φορούσαν ακούστηκε ένα σιγανό παρατεταμένο τρίξιμο. Κάποιος άνοιγε προσεχτικά την πόρτα της κουζίνας. Τα σανίδια του χαγιατιού ταρακουνήθηκαν από άρρυθμα βήματα που άρχισαν να κατεβαίνουν την μικρή σκάλα.
Τα παιδιά σηκώθηκαν στις μύτες των ποδιών και κρυφοκοίταξαν απ’ το φεγγίτη.
Ήταν η Kαλλιόπη. Το βήμα της δεν ήταν σταθερό γιατί σήκωνε με το ένα χέρι τον Νικοντίνο και με το άλλο μια βαριά ταξιδιωτική τσάντα. Φορούσε καπέλο με βέλο, αλλά κι ένα μεταξωτό μαντήλι που της έκρυβε το υπόλοιπο πρόσωπο.
Η Ηρώ συνήλθε αμέσως απ’ το ξάφνιασμα κι έτρεξε έξω φωνάζοντας «Μαμά!» Ο Λέανδρος την ακολούθησε σαστισμένος.
Η Kαλλιόπη κοντοστάθηκε. Άφησε κάτω την τσάντα, αλλά όχι και τον μικρό που ήταν γαντζωμένος στον λαιμό της, και γύρισε αργά προς το μέρος των παιδιών.
«Μαμά, πού πας;» ρώτησε τρέμοντας ο Λέανδρος.
«Μαμά, το στόμα σου…» είπε σχεδόν ταυτόχρονα κι η Ηρώ.
Η Kαλλιόπη διόρθωσε το μαντίλι που είχε ξεφύγει απ’ τη θέση του. «Δεν είναι τίποτα, θα περάσει», είπε νευρικά. Η φωνή της ακουγόταν πνιγμένη πίσω απ’ το ύφασμα, αλλά και σα να ψεύδιζε λίγο. «Πάω στην Αθήνα να δω την Λούλα μας.»
Τα παιδιά ήξεραν μέσες – άκρες τι είχε γίνει με τη Λούλα. Η μεγάλη τους αδελφή, πριν να φύγει, τα είχε φιλήσει ένα ένα κι έκλαιγε. Ο πατέρας έλειπε, ως συνήθως, και το είχε μάθει είκοσι μέρες μετά, από καλοθελητές στη Χαλκίδα. Ήρθε έξαλλος στ’ Αμπέλια κι έγινε κακό μεγάλο. Πήγε στο δωμάτιο της Kαλλιόπης και την έσπασε στο ξύλο, «που έκανε πλάτες στο παλιοθήλυκο την κόρη της και τον ρεζιλέψαν σ’ όλη τη Χαλκίδα». Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, μα αυτή τη φορά τη χτύπησε πιο άγρια. Τώρα που την έβλεπε η Ηρώ, κατάλαβε πως θα πρέπει να της είχε σπάσει και κανένα δόντι.
«Πάρε μας κι εμάς μαζί!» παρακάλεσε ο Λέανδρος. Η Kαλλιόπη του χάιδεψε αφηρημένα το ακούρευτο κεφάλι. «Δεν γίνεται τώρα», είπε. «Άλλη φορά.»
Ο Λέανδρος έσφιξε τα χείλια του κι έκανε μια φοβερή γκριμάτσα προσπαθώντας να μη βάλει τα κλάματα, ο Νικοντίνος τον είδε κι άρχισε να κλαψουρίζει σιγανά.
«Θα γυρίσεις γρήγορα, ε;» ρώτησε η Ηρώ. Η μαμά της έσκυψε κι άγγιξε τα ψυχρά της χείλη στο μάγουλο που κολλούσε απ’ τα σύκα.
«Αν έρθει ο πατέρας σας, δεν με είδατε να φεύγω. Ούτε στους άλλους να το πείτε. Σας παρακαλώ. Ο Θεός μαζί σας, παιδιά μου.»
Πάντα ήταν κάπως απόμακρη, αλλά τώρα φαινόταν πραγματικά ξένη. Η Ηρώ ένιωσε κάτι πολύ κακό στον αέρα. Αργότερα θα θυμόταν πως εκείνη τη στιγμή ο αέρας μύρισε ξαφνικά σα λιβάνι.
Η Kαλλιόπη σήκωσε την τσάντα, γύρισε απότομα κι απομακρύνθηκε. Τα παιδιά έμειναν εκεί και την παρακολούθησαν παγωμένα να βγαίνει απ’ την αυλόπορτα και να προχωρά στο χωματόδρομο μέχρι που έφτασε στη στροφή και χάθηκε απ’ τα μάτια τους. Σε λίγο ακούστηκε θόρυβος τροχών. Τίνος ήταν η άμαξα που την περίμενε;
…………………………………………………………………………..
Όταν έφτασε ο Mάλλιος στα Πατήσια, σουρούπωνε. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Την είχαν δει στο σταθμό, ν’ ανεβαίνει στο τραίνο. «Βρε Σωτήρη, την έδιωξες τη γυναίκα σου;» του είπε ο Μεσημέρης. Είχε στείλει τον παραγιό του στον Καράμπαμπα να φέρει κι άλλο κρασί. «Ή σου κλέφτηκε κι αυτή;» συνέχισε πονηρά. «Ο Κόλλιας είδε στο σταθμό και την άμαξα του Θεοχάρη.»
Οι άλλοι δεν πρόφτασαν να τον κρατήσουν. Του ’ριξε του Μεσημέρη μια γερή γροθιά στα μούτρα και ξεμέθυσε αμέσως. Τους παράτησε όλους, παράτησε και τα κέρδη του στο τραπέζι, κι έφυγε άγρια θάλασσα. Έτσι, άπλυτος κι ανάλλαγος, άϋπνος, δυο μερόνυχτα που χαρτόπαιζε. Δεν περίμενε το απογευματινό τραίνο, έφυγε με την άμαξα. Είχε ξεθεώσει τ’ άλογα τόσες ώρες να τα τρέχει. Σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού κλωθογύριζε στο μυαλό του το φοβερό γεγονός και μάνιαζε περισσότερο. Ήξερε πού είχε πάει η γυναίκα του η πουτάνα: Στην κόρη της την πουτάνα. Όλη η Χαλκίδα θα γελούσε τώρα εις βάρος του.
Περιπλανήθηκε κάμποσο στους χωματόδρομους και τελικά εντόπισε το σπιτάκι του Xαλιακόπουλου που στεκόταν μόνο του μες στα χωράφια. Είχε ξανάρθει, πριν από δεκαπέντε μέρες, με τον φίλο του τον Εισαγγελέα. Τη χτύπησε άσχημα τη θυγατέρα του, δεν μπόρεσε όμως να την πάρει γιατί αυτή παρουσίασε στεφανοχάρτι. Τώρα δεν την όριζε πια ο πατέρας της αλλά ο άντρας της, ήταν κτήμα δικό του. Αλλά μόνο μ’ αυτό το κτήμα θα έμενε ο προικοθήρας. Την είχε αποκληρώσει αμέσως, με πράξη, γιατί ο Mάλλιος δεν ήταν κορόιδο κανενός.
Τη νοίκιαζε ο προικοθήρας αυτή την παράγκα του Καραγκιόζη, ούτε σπίτι δικό του δεν είχε. Ένα φτωχικό, πρόχειρο κτίσμα, με δέκα σκαλιά χωρίς κουπαστή που οδηγούσαν σ’ ένα μικρό εξώστη. Η πόρτα ήταν ανοιχτή για τη ζέστη και μια κίτρινη λεπτή κουρτίνα ανέμιζε στο άνοιγμά της.
Τράβηξε απότομα τα γκέμια και τ’ άλογα σταμάτησαν ακριβώς μπροστά στην υποτιθέμενη αυλή που την όριζε μια πρόχειρη χαμηλή περίφραξη. Πήδηξε κάτω έξαλλος.
«Μωρή ξεφτιλισμένη, κατέβα αμέσως!» ούρλιαξε προχωρώντας με μεγάλα βήματα προς το σπίτι. Μια κότα πετάχτηκε πίσω από ένα θάμνο και το ’σκασε φτεροκοπώντας. «Βγες έξω! Το ξέρω πως είσαι εδώ!»
Απ’ το σπίτι, το μόνο που ακούστηκε ήταν ο Νικοντίνος που έμπηξε τα κλάματα κι η πόρτα που έκλεισε με πάταγο. Ο Mάλλιος ένιωθε το αίμα να σφυροκοπάει στα μηλίγγια του. «Κατέβα αμέσως με το παιδί να φύγουμε, γιατί θα βάλω φωτιά να σας κάψω όλους εκειμέσα!»
Η Kαλλιόπη σήκωσε στην αγκαλιά της το μικρό και προχώρησε προς την πόρτα. Η Λούλα έκανε να την εμποδίσει.
«Στάσου, μαμά. Αυτός είναι τρελός. Θα βάλουμε την αμπάρα. Όπου να ’ναι θα γυρίσει ο Ντίνος απ’ την υπηρεσία…»
Η Kαλλιόπη παραμέρισε την κόρη της που έτρεμε κι άνοιξε με το ελεύθερο χέρι της την πόρτα. Θα τον αντιμετώπιζε. Δεν φοβόταν πια. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο με το παιδί στην αγκαλιά και σήκωσε ψηλά το κεφάλι δείχνοντας το σακατεμένο της πρόσωπο.
«Σωτήρη, άμε στο καλό», είπε ήρεμα. «Σε συγχωρώ, αλλά στην Χαλκίδα δεν ξαναγυρνάω. Μόνο νεκρή θα με πάρεις πίσω.»
Τον κοίταζε κατάματα, μα για πότε έβγαλε το πιστόλι και για πότε τη σημάδεψε στο κούτελο, δεν πρόφτασε να δει. Άκουσε τον πυροβολισμό και ταυτόχρονα τα ξεφωνητά του μικρού και το σκούξιμο της Λούλας. Κύματα αίματος της κάλυψαν τα μάτια κι έχασε το φως της. Λύγισε τα γόνατα και σωριάστηκε, προσέχοντας ασυνείδητα να μη πέσει πάνω στο ξετρελαμένο παιδί που της έφευγε απ’ τα χέρια.
(από την υπό έκδοση μυθιστορία Χάρτινη ζωή)