Μια φορά, σ’ ένα καλύβι στο βουνό, ζούσαν ο κύριος Αδαμάντιος και η κυρία Χρυσούλα, ένα πάμπτωχο ζευγάρι, που η μόνη του περιουσία ήταν τρεις κότες, η Σμαράγδα, η Ζαφειρούλα και η Ρουμπίνα.
Αυτές οι τρεις κότες έκαναν κάθε πρωί τρία αυγά. Έτσι, ο κ. Αδαμάντιος και η κ. Χρυσούλα έτρωγαν ενάμισι αυγό την ημέρα ο καθένας, οπότε δεν πεινούσαν και πολύ.
Ένα μεσημέρι, την ώρα που η κ. Χρυσούλα σκούπιζε το καλύβι με μια σκούπα φτιαγμένη από φτερά κότας, εμφανίστηκε στην αυλή μια χοντρή μάγισσα, μεταμφιεσμένη σε αδύνατο μάγο, μεταμφιεσμένο σε γέρο ζητιάνο.
«Καλοί μου άνθρωποι», τους είπε «Πεινάω. Έχετε να μου δώσετε να φάω κάτι;»
Ο κ. Αδαμάντιος ήταν πολύ φιλόξενος. «Καλώς τον παππούλη», είπε. «Θα μοιραστούμε ό,τι έχουμε. Έλα να φας μαζί μας…»
«Μπορείς να φας το τρίτο μας αυγό – δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο φαγώσιμο… Κόπιασε…» είπε αναστενάζοντας χαμογελαστά η κ. Χρυσούλα.
Η μάγισσα ευχαριστήθηκε που την καλοδέχτηκαν.
Κάθισαν και οι τρεις τους κατάχαμα στην αυλή, και η κ. Χρυσούλα έδωσε από ένα αυγό στον καθένα.
«Ω, ευχαριστώ…» είπε η μάγισσα παίρνοντας το δικό της. «Μπορώ να έχω και λίγο αλατοπίπερο;»
«Όχι… Δεν έχουμε…» απάντησε στενοχωρημένη η κ. Χρυσούλα.
«Δεν έχετε;» απόρησε η μάγισσα. Και μετά τους κοίταξε με συμπάθεια. «Είσαστε πολύ φτωχοί, ε;» συνέχισε σκουπίζοντας τα μουστάκια της.
«Μάγος είσαι;» μουρμούρισε η κ. Χρυσούλα.
«Όχι. Μάγισσα είμαι, αλλά έχω μεταμφιεστεί σε μάγο…
«Μπα; Γιατί;»
«Γιατί βρίσκομαι σε μυστική αποστολή…»
«Τι μυστική αποστολή;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η κ. Χρυσούλα.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Να: ανήκω σε μια ομάδα Νονομαγισσών που ασχολείται μ’ ένα διεθνές πρότζεκτ που –»
«Τι είναι οι Νονομάγισσες;» διέκοψε ο κ. Αδαμάντιος.
«Οι υπεύθυνες για τα βαφτιστικά ονόματα ανθρώπων και ζώων. Τέτοια είμαι – έχω μάλιστα και μεταπτυχιακό στη Νονοβιοτεχνολογία».
«Στο ποιο;»
«Στη Νονοβιοτεχνολογία – την επιστημονική τεχνική για την εμφύτευση μικροτσίπς με ιδέες για ονόματα στον εγκέφαλο των νονών».
«Αχά…» έκανε με μάλλον χαζό ύφος ο κ. Αδαμάντιος.
«Κάθε όνομα», εξήγησε η μάγισσα, «σημαίνει κάτι. Και οι ιδιότητες του ονόματος, κανονικά, πρέπει να περνάνε σ’ αυτόν που παίρνει το όνομα. Βαφτίζουν π.χ. κάποιον “Προκόπη” για να προκόψει, βαφτίζουν κάποια Χαρά για να ’ναι χαρούμενη, και ούτω καθεξής».
«Μπα;» είπε η κ. Χρυσούλα, που ήταν λίγο πονηρή. «Κι όταν βαφτίζουν κάποιον Γιάννη; Παφνούτιο; Παγώνα; Τι σημαίνουν αυτά τα ονόματα;»
«Όλα τα ονόματα έχουν τη σημασία τους. Σε άλλα είναι φανερή, σε άλλα είναι κρυφή. Εμάς τις Νονομάγισσες, πάντως, μας απασχολούν μόνο τα ονόματα με τις φανερές σημασίες – γιατί εκεί είναι που γίνονται φανερά τα λάθη…»
«Ποια λάθη;»
«Χμ, πρέπει να σας πω ότι κάποτε αυτό το σύστημα λειτουργούσε καλά – δηλαδή όποιος έπαιρνε ένα συγκεκριμένο όνομα, το αξιοποιούσε κιόλας. Τώρα όμως υπάρχει πρόβλημα με την αποτελεσματικότητα των ονομάτων. Πρέπει λοιπόν εμείς να εντοπίσουμε αυτούς που έχουν λάθος ονόματα, δηλαδή αυτούς οι οποίοι δεν έχουν καμιά σχέση με τα ονόματά τους. Αυτό είναι το αντικείμενο της διεθνούς έρευνάς μας…»
«Και γιατί είναι μυστική αυτή η έρευνα;»
«Χμ, γιατί αφορά σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα… ξέρετε τώρα…»
«Δεν καταλαβαίνω…» είπε ο κ. Αδαμάντιος.
«Κατάλαβα… Ώστε τα ονόματά μας είναι λάθος… Πάντα το υποψιαζόμουν αυτό…» μουρμούρισε η κ. Χρυσούλα.
«Ξέρετε, δεν ήρθα εδώ τυχαία», είπε η μάγισσα. «Ήρθα ειδικά για σας. Κοιτάξτε να δείτε… Είναι ιδιαίτερη η περίπτωσή σας – τα ονόματά σας δεν είναι λάθος: απλώς υπολειτουργούν. Χάρη σ’ αυτά έχετε, ο μεν κ. Αδαμάντιος αδαμάντινο χαρακτήρα, η δε κ. Χρυσούλα χρυσή καρδιά – και είναι και χρυσοχέρα… Κάτι όμως δεν πάει καλά: είσαστε υπερβολικά φτωχοί».
«Βέβαια…» αναστέναξε η κ. Χρυσούλα. «Με τα ονόματα που έχουμε, κι εμείς και οι κότες μας, θα έπρεπε να είμαστε, ας πούμε, τραπεζίτες! Εκκλησιαστικοί κύκλοι! Πολιτικοί! Βασιλιάδες!»
«Όχι ακριβώς…» είπε η Νονομάγισσα. «Πάντως θα έπρεπε να ζείτε πιο άνετα και πιο υγιεινά».
«Μπορείς λοιπόν εσύ, καλέ μου Νονομάγε, ή καλή μου Νονομάγισσα, ό,τι κι αν είσαι, μπορείς να κάνεις κάτι για την περίπτωσή μας;»
«Ναι».
«Δηλαδή; Τι μπορείς να κάνεις;»
«Μπορώ ή να σας αλλάξω τη ζωή ή να σας αλλάξω τα ονόματα. Διαλέξτε!»
«Χμ, πάντα ήθελα να με λένε Ροζαλία…» άρχισε να λέει ο κ. Αδαμάντιος – αλλά η κ. Χρυσούλα τον διέκοψε:
«Τη ζωή μας, τη ζωή μας ν’ αλλάξεις! Μπορείς να την κάνεις κάπως διαφορετική;»
«Βεβαίως».
Η κ. Χρυσούλα πήγε να χοροπηδήσει από τη χαρά της, αλλά συγκρατήθηκε και κοίταξε τη Νονομάγισσα με κάποια δυσπιστία.
«Δεν μου λες… Έχεις αλλάξει καμιά άλλη λάθος ζωή ή θα είμαστε οι πρώτοι;» ρώτησε καχύποπτα.
«Έχω αλλάξει πολλές. Νά, προχθές βρισκόμουν στο σπίτι του κ. Τριαντάφυλλου και της κ. Γαριφαλιάς, οι οποίοι, μαζί με το γιο τους τον Πασχάλη, τη νύφη τους τη Χρυσάνθη και την κουμπάρα τους τη Μαργαρίτα, είχαν ένα μαγαζί στην ψαραγορά και βρομούσαν όλοι ψαρίλα. Τους άλλαξα τη ζωή και τώρα έχουν μια ανθηρή οικογενειακή επιχείρηση με φυτώρια λουλουδιών και ζουν σ’ ένα ολάνθιστο ευωδιαστό περιβόλι».
«Ωραία ακούγεται αυτό… Κι εμάς, με τέτοια ονόματα, θα μας ανοίξεις κοσμηματοπωλείο;»
Η Νονομάγισσα τους κοίταξε χαμογελώντας γλυκά.
«Θα κάνω το κατά δύναμιν», είπε. «Θα ενεργοποιήσω την κατάλληλη εφαρμογή, και αύριο τα ονόματά σας θα λειτουργήσουν το καθένα κατά τη σημασία του. Από εκεί και πέρα, πρέπει κι εσείς να φροντίσετε να κινηθείτε έξυπνα. Φεύγω τώρα να προφτάσω να περάσω κι από το σπίτι της κ. Αυγής, πριν νυχτώσει. Ευχαριστώ για το αυγό… Αντίο!»
Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί.
Μετά από λίγο καιρό, η μάγισσα ξαναπέρασε από το σπίτι του κ. Αδαμάντιου και της κ. Χρυσούλας. Δεν βρήκε κανέναν εκεί.
Τους είχαν κλείσει φυλακή διότι ο κ. Αδαμάντιος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει στην Εφορία τα διαμαντένια κουμπιά στο κουρελιασμένο σακάκι του, η κ. Χρυσούλα τη χρυσή της σκούπα από φτερά κότας και οι κότες την ύπαρξη αρκετών σμαραγδιών, ρουμπινιών και ζαφειριών, σε μέγεθος αυγού, στη χρυσή τους φωλιά.
Ηθικό δίδαγμα
Καμιά μαγική παρέμβαση δεν μπορεί να σε σώσει από την Εφορία…
(Από το ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ)