Όταν τη συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν γάτα στην εξοχή. Ξανθοκόκκινη. Τίναζε ένα σταχτί φίδι που είχε καρφωμένο το δόντι στην ουρά της. Χοροπηδούσε γύρω του σέρνοντάς το στο χώμα, του δάγκωνε το κεφάλι, το κάρφωνε με τα νύχια. Αυτό τύλιγε και ξετύλιγε άτονα τις σταχτιές σπείρες του, έγραφε SOS στον αέρα σπιθίζοντας, εξέπεμπε υπέρηχους σε ανατριχιαστικές συχνότητες.
Χρησιμοποιούσαν κι οι δυο όλο το σώμα τους, όλες τις μυρωδιές τους, όλα τα χρώματα, όλη την ιστορία τους, σαν να πανηγύριζαν που ήταν ζωντανά, κι έμπαιναν με δυνατό παιχνίδι στο θάνατο.
Τη δεύτερη φορά ήταν μικρό κορίτσι. Το παρακολουθούσα από το παράθυρο της κουζίνας μας, στο φωταγωγό, να ισορροπεί ψηλά στο περβάζι του έκτου ορόφου. Κρατιόταν με το ένα χέρι από το σωλήνα της αποχέτευσης και προσπαθούσε να φτάσει τη χελιδονοφωλιά κάτω απ’ τη μαρκίζα.
Το κορίτσι είχε ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες με τους νεοσσούς που τσίριζαν και ασκούσε με ευσυνειδησία το δικαίωμα που του δινόταν.
Περίμενα μέχρι που το είδα να τεντώνεται, ν’ αφήνει το σωλήνα, να δίνει μια ώθηση στο μικρό του σώμα και να προσπαθεί ν’ αρπαχτεί από την εύθραυστη φωλιά.
Για κλάσματα του δευτερόλεπτου θα ταλαντευόταν σαν το ζυγό της δικαιοσύνης, και θα γλιστρούσε. Θα χανόταν στο σκοτάδι του φωταγωγού, στο κενό, μαζί με το απόκτημά της.
Την τρίτη φορά ήταν βοσκοπούλα σε παρασχολικό βιβλίο με εικονογράφηση ιλουστρασιόν. Είχε ξανθές πλεξούδες, λουλουδάτο κεφαλομάντιλο και μακρύ φουστάνι με καφέ μπορντούρα στον ποδόγυρο.
Έμοιαζε λίγο –εκτός από τις ξανθές πλεξούδες– με τη Χάιντι, τη «μικρούλα των Άλπεων» που είχα διαβάσει, αλλά κρατούσε κι ένα ταγάρι χίπικο και κάτι που το έλεγαν ρόκα.
Κι αυτή ανέβαινε ένα βουνό σαν τις Άλπεις μ’ ένα κοπάδι σαν το κοπάδι του Πέτερ, και είχε το στόμα ανοιχτό σαν να τραγουδούσε.
Μετά από μερικές σελίδες, ένα άσπρο αρνάκι της το έσκασε από το κοπάδι και παραπλανήθηκε ώς την άκρη του γκρεμού. Η βοσκοπούλα έτρεξε και προσπάθησε να το σώσει, κινδυνεύοντας να πέσει και η ίδια.
Τότε εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου, έστρωσε κάτω από τα πόδια της ένα αφράτο σύννεφο και τη γλίτωσε μαζί με το εν λόγω αρνάκι – το οποίο εξάλλου προοριζόταν για την πασχαλινή ευωχία της οικογένειας στην τελευταία σελίδα.
Την τέταρτη φορά ήταν μάλλον μακρινή συγγενής της γιαγιάς. Η γιαγιά όμως δεν την είχε αναφέρει ποτέ.
Είχε έρθει καλεσμένη στο γάμο των θείων μου όπου εγώ ήμουν παρανυφάκι. Κρατούσε ένα μεγάλο πακέτο με χρυσό φιόγκο και χαμογελούσε αδιάκοπα δείχνοντας ένα χρυσό δόντι. Είναι μεγάλο αλλά ελαφρύ, σκέφτηκα, γιατί παρόλο που ήταν κοντή και πολύ αδύνατη, το κρατούσε άνετα με το ένα χέρι, καθώς στο άλλο είχε τη μαύρη λουστρινένια τσάντα της.
Φαίνονταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι που την ξανάβλεπαν μετά από τόσον καιρό.
«Είμαι η Χαρά, δεν με γνώρισες;» είπε στη γιαγιά.
Η γιαγιά δεν έστρεψε καν τα τυφλά της μάτια προς το μέρος της φωνής. Δεν πίστευε πως είχε γνωρίσει καμιά χαρά στη ζωή της.
Την τελευταία φορά που τη συνάντησα ήταν επινόηση δική μου. Τη σκέφτηκα ως αφηρημένη έννοια. Μα ήταν, λέει, τόσο αφηρημένη, που κάποτε σκόνταψε σε μια συγκεκριμένη Συμφορά (λόγω ομοιοκατάληκτων ονομάτων) και κουτσάθηκε. Τότε ο άγγελος της προπροηγούμενης ιστορίας τη λυπήθηκε και της χάρισε ένα ζευγάρι φτερά (που κι αυτά ομοιοκαταληκτούσαν με τ’ όνομά της).
Από τότε, πάντα αφηρημένη, άρχισε να φτεροκοπά γύρω γύρω συνέχεια, χωρίς να μπορεί να σταθεί πουθενά.
Ηθικό δίδαγμα
Η χαρά είναι όντως μια πολύ αφηρημένη έννοια…
Από το ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2020