Μια χαραμάδα φως
Ξεφεύγει από κάτω, από άλλη χιλιετία
Κρύο δωμάτιο, άθλια μόνωση – άραγε
Γιατί
Ούτε ένα τηλέφωνο να μη μπορείς
Να πάρεις τους νεκρούς;
Κρύο δωμάτιο, μικροθόρυβοι μόνο
Είν’ ένας μαύρος
Άγραφος στίχος στο λευκό, στην ξόβεργα
Πουλί ασάλευτο σε ουρανό αόρατο, περιδινούμενο-
Α, να, κάτι ακούγεται από δίπλα:
Βόμβος θερμός ανθρώπινης φωνής
Πολεμικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο
Ή χαμηλόφωνες κουβέντες
Παλιών επισκεπτών απ’ το σαλόνι
Ίσως και να ΄ναι οι τρεις επίμονες
Αρχαίες θείες στην κουζίνα
Ανακατεύοντας ατέλειωτα στη χύτρα
Ψιλοκομμένα φρέσκα νέα
Και μυστικά οικογενειακά με το μεδούλι τους-
Να, όπου να ’ναι
Θα πάρει πάλι ο ύπνος
Γλυκά νανουρισμένο το άρρωστο παιδί
Χρόνια σε επικίνδυνη αιώρηση
Σ’ αυτό το υποτυπώδες δίχτυ ασφαλείας-