Χειμωνάς
Να ο αδελφός που κατεβαίνει αιώνια! (…) Παραδόθηκε με μιαν επηρμένη ακινησία.
Οι ποιητές έχουν ήδη αυτονεκρολογηθεί, αυτονεκρολογούνται διαρκώς, πότε ασυναίσθητα, πότε ηθελημένα.
Κρυφά ή φανερά, τόπους τόπους, υπάρχουν παντού μέσα στα κείμενά τους –από τα πιο αθώα πρωτόλεια ως τα τελευταία, τα υποψιασμένα– ξαφνικές συστάδες λέξεων που αναφέρονται στον άλλο τους χρόνο. Γιατί το πρώτο που συνειδητοποιούν και διατυπώνουν είναι το χρέος του θανάτου, το ότι Ο άνθρωπος οφείλεται.
Ο Γιώργος Χειμωνάς λοιπόν, καθώς ερχόταν η τελευταία μέρα του δίσεκτου έτους 2000, έφυγε – ή επέστρεψε:
Η στάση του ήταν πάντα διπλής κατεύθυνσης, αμερόληπτη απέναντι στην ψυχή και στο νου. Μ’ αυτά τα δυο σκαπτικά εργαλεία εξερευνούσε αδιάκοπα διόδους και πηγαινοερχόταν λάθρα στα άβατα, αφήνοντας πίσω του μπερδεμένους μίτους τα κείμενά του. Παράλληλα, οιονεί απών αλλά πάλι με διπλή φύση, παραστεκόταν στην ενσώματη θητεία του μάλλον από ένα αδυσώπητο καθήκον πένθους (…) και χαρούμενος σα να είχε αρρώστια την χαρά.
Ώσπου, ξαφνικά, κυριεύτηκε από τον τρόμο μιας εντολής! Από εκείνες τις εντολές που αναβλύζουν κι όταν τις δέχεσαι είναι σα να τις θυμάσαι και ξαφνικά ανατινάζεται η μνήμη τρομαγμένη. Και τότε, πραγμάτωσε –γιατί ο θάνατος σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δε συμβαίνει αλλά κατορθώνεται– μια, εν πολλοίς, εθελουσία έξοδο. Σαν να το προκάλεσε. Σε ώρα ακμής, με ενάργεια πνεύματος και δύναμη σώματος.
Επειδή γνώριζε πια καλά την τέχνη χωρίς στόμα να μιλά και να αντηχούν οι αιώνες σα στοές.
Κυνηγοί κεφαλών, φιλόλογοι και γραμματολόγοι θα τον ανατάμουν σχολαστικά, άλλες γενιές θα τον διαβάσουν
και θα τον μεταφράσουν στους δικούς τους κώδικες.
Ο Γιώργος Χειμωνάς ολοκλήρωσε τον κύκλο του, ας μείνουν τώρα ν’ απλώνουν οι ομόκεντροι.
«Γεννημένος με ιδιότητες σπόρου, θα τις διατηρήσει για πάντα. Έτσι εξηγείται αυτή η νύχτα που τον περιβάλλει». Αυτό γράφτηκε για τον Ρεμπώ, ισχύει όμως και για τον Χειμωνά – όπως και για όλους (τους λίγους) πρωτογενείς δημιουργούς που επενδύουν στη διάρκειά τους μη όντας εμπνεόμενοι απλά, αλλά εμπνέοντες.
Χιόνι
Χιονίζει. Η τέντα στάζει στις άκρες. Ο Φίκος, η Πικροδάφνη, ο Υβίσκος, η Φτέρη, η Κάσσια, το Ευώνυμο, όλα τα φυτά με τα επιβλητικά ονόματα, αγάλλονται. Σαν να ’χουν ορθωθεί και αναθαρρήσει. Αποπνέουν γενναιότητα, δεν τα περιβάλλει η μιζέρια των τελευταίων ημερών.
Τα πράσινα και τα λεπιδωτά / Τα φυτά με τη σκοτεινή την όψη επικαλούμαστε. (Απ’ το «Η ΑΡΧΑΙΑ ΙΝΔΙΚΗ» – βιβλίο διαβασμένο πριν 30 τουλάχιστον χρόνια.) Τι άλλο έχω συγκρατήσει; Παρβατί; Δυσκολεύομαι. Η μνήμη με την εκλεκτικότητά της λειτουργεί ακριβώς όπως οι δυνάμεις της Φύσης: Παράλογα και τυχαία και ανεπαρκώς.
Δε θα το στρώσει το χιόνι, φυσά. Ελάχιστο χιόνι έχω δει στη ζωή μου, εύκρατη εγώ.
Θυμάμαι μια νύχτα προς τα ξημερώματα – 1981 θα ’ταν. Μετά από μια ατέλειωτη παρτίδα ουίστ, είχαμε βγει απ’ το σπίτι της οδού Δεινοκράτους, εγώ, ο Ν. και ο Γ. Μ., βόλτα στο χιονισμένο πάρκο του Βενιζέλου. Μαύρο κι άσπρο κι ησυχία απόλυτη. Σαν ήδη παρελθόν, ήταν.
Χιούμορ
Θεωρώ το χιούμορ βασικό καρύκευμα της οποιασδήποτε πνευματικής τροφής, από τα πιο δυσκολοχώνευτα βιβλία μέχρι το φαστ φουντ των κόμικς και των καρτούν. Και της ζωής, γενικά. Το χιούμορ είναι αυτό που προσφέρει στον οργανισμό μας αντισώματα και μας κάνει να μπορούμε ν’ αντέξουμε σχεδόν τα πάντα.
Χρόνος
Η τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιό μου, πριν από 40 μέρες περίπου, κατέληγε: «Αύριο θα απαντήσω στο γράμμα της εξαδέλφης Ριρής, στο βιβλίο του Τ. – »
Επαληθεύονται συνεχώς οι υποψίες μου περί του συνεχούς (και πτυσσόμενου) του χρόνου: Ξανάπιασα το εν λόγω ημερολόγιο, όλως τυχαίως, μια μέρα μετά την εκπόνηση της αλληλογραφίας μου. Σε 40 μέρες.
Δηλαδή, τα γράμματα τα έγραψα, τυπικά μεν πολύ καιρό μετά την εξαγγελία τους, ουσιαστικά όμως σ’ ένα «αύριο» συνεπές προς κάποια άλλη, εσωτερική, μέτρηση του χρόνου, μελετημένη για να γεφυρώνει τα κενά.
Ψήγματα
Από χάρισμα, τύχη, εμμονή ή θεία δίκη μπορώ να εντοπίζω πάντα ψήγματα, θραύσματα, ρινίσματα, σε οποιοδήποτε στάδιο διεργασίας του ορυκτού, εξορυγμένα από τα μαύρα κοιτάσματα του χρόνου: βρίσκω πάντα κάτι πολύτιμο ή ημιπολύτιμο στο υλικό ακόμα και του πιο αδέξιου δημιουργού.
Ω!
Το θαυμαστικό «Ω!» της ελληνικής πρέπει να διασώζεται από προϊστορικές εποχές. Δεν έχει το αντίστοιχό του σε άλλη γλώσσα. Αποδίδει, σε ζωώδη σχεδόν άρθρωση, το κεραυνοβόλημα της έκπληξης, το ακαριαίο που σε αποσβολώνει, χωρίς καμιά επιφύλαξη, καθώς δεν το σέρνει, αποδυναμώνοντάς το, η προφορά.