Ναι, όσο πάει
Μορφή αλλάζει ο καιρός, η μοίρα και το σύννεφο-
Μύρισε Άνοιξη
Άρωμα, αεράκι
Μέλι πηχτό ευγνωμοσύνη
Κυλάει γύρη ύπνου στην πλαγιά-
(Παρόλ’ αυτά, ακόμα
Εκεί που προσπαθείς ν’ αναλυθείς σε όνειρο
Σηκώνεται βαρύς αέρας, πέντε η ώρα τα χαράματα-
Και πάλι κινδυνεύεις να ξυπνήσεις
Τρομαγμένος
Να τρέξεις έξω απ’ τον ύπνο
Ως ον παράλληλο
Και να βρεθείς ξανά μέσα στη σκόνη σου
Να σε κατασπαράξει η Μεγάλη Άρκτος-
Μετά
Σε ψύχος πολικό
Να μείνει πάλι συλημένη η σιωπή
Και ό, τι μάταιο θησαύρισε-)
Και όμως, ναι
Μύρισε Άνοιξη
Σχεδόν ερήμην μας
Το φάσμα της
Εισβάλει αθέατο με τις αθόρυβες φανφάρες του
Σάλπιγγες από κρίνους, μωβ χωνάκια
Τύμπανα στα στηθάκια των πουλιών-
Ουρλιάζουν, ξεφωνίζουν και τσιρίζουν τα χορτάρια
Τα άγνωστα ονόματά τους, τα μυριάδες,
Δηλώνοντας «παρών!» κι όλο ψηλώνουν-
Άηχοι ήχοι εκρήγνυνται
Σε πανδαιμόνιο χρωμάτων
Αρχίζουν τόπους-τόπους να σπιθίζουνε
Πλήθη εφήμερων ευχών στο χώμα
Το βάραθρο του ουρανού ευρύνεται, μαζί του και το έλεος
Να μας χωρέσει πάλι όλους η συνείδηση η πλατυτέρα-
Μύρισε Άνοιξη-