Μάτια κλειστά, κλειστό δωμάτιο, στόμα, αυτιά
Φωλιάζοντας βαθιά μες στη δική του νύχτα το καθένα
Όντα ημίθεα και παίζουμε
Απομυζώντας μ’ εκατό βεντούζες το ’να τ’ άλλο
Σε κίνηση αργή, χορευτική
Περνά περνά η μέλισσα, περνά
Ο βίος υπνοβάτης, ο αιώνας, μια στιγμή
Περνά απρόσμενα και ο τροχίσκος ο οδοντωτός του ήλιου, άκου:
Χρατς! Σκίζεται από πάνω ως κάτω το κουκούλι, μη φοβάσαι
Παίρνουνε οι εικόνες φως
Δες, απ’ την άλλη όψη μυθικά απομεσήμερα, όμως
Τι να ’ναι άραγε και από πού
Αυτός ο ξαφνικός αέρας στα μαλλιά
Σγουραίνοντας την ευφροσύνη;
Άκου, φυσάει απ’ τη μνήμη
Μες στο κλειστό δωμάτιο
Το ένιωσες; Θα ’ναι παραίνεση
Αυτός ο ξαφνικός αέρας στα μαλλιά
Μα πού μας σπρώχνει, όντα άβουλα, γυμνά
Κυρτά από βαρύ φορτίο
Φτερών και σκοταδιού στην πλάτη
Κι όλο χαράζει ρούνους – ξόρκια πάνω μας
Και βοστρυχώνει αβρά τα σύννεφα
Αρχαίου ουρανού του νου
Μα πού μας σπρώχνει;
Δέξου τον, όλο δυναμώνει
Ανάβει φώσφορος την πίστη την εσχάτη
Που άλλο νόμιζες πως ήταν, κι όλο δυναμώνει
Καλπάζοντας, ισοπεδώνει το κλειστό δωμάτιο
Και με μια μόνο δίνη εξισώνει
Του έρωτα τα τρομερά μεγέθη στη γαλήνη