Απ’ το κουβάρι των νυχτών ξετυλιγόταν μαύρος μίτος
Μ’ ακολουθούσε όπου κοίταζα, κοίταζα επίμονα
Παραμονεύοντάς με, ένα βήμα πιο μπροστά
Μέχρι που πύκνωνε τόσο το νόημα
Σε φράση αδιέξοδη
Που πια δεν έβλεπα πιο πέρα
Όμως, τι θαύμα, ξάφνου άστραψε μια αντανάκλαση
Σε άπατο καθρέφτη, σ’ όλες τις μορφές αδιάφορο
Σαρκίο δαγκωμένο από παντού
Και ασυνάρτητα οστά, με το μεδούλι τους ακόμα
Σώμα παλιό κι αγαπημένο, καλά συσκευασμένο σε χαρτί, αλλά
Θεοβριθές, σα να ’χε αποθηκευτεί χρόνια σε μουσικό κουτί
Τι θαύμα, είδα τώρα να κινούνται πάλι
Τα άκρα σε ακραία ευεξία, τον νου εν ευδοκία
Άκουσα τον σφυγμό άρρυθμα να περνά
Από το πάτωμα στη θάλασσα
Α, η θάλασσα, τότε πώς σάλεψε
Πηχτά παραμιλώντας στον πηχτό της ύπνο μπλε
Μπλε μπλε, άκουγα
Υπομονετικά, κύμα το κύμα, ένα ξόρκι κι άλλο κι άλλο
Να ανεβαίνει ο βυθός, τα μυστικά ν’ αστρονομίζονται, να εξατμίζονται
Να φανερώνεται το μέλλον, ξανά να διαστέλλεται
Τι θαύμα, άστραψε ξάφνου ένα άνοιγμα
Έσπασε ο μαύρος μίτος
Και φυγαδεύτηκε λύπη ισόβια
Στη στιγμή την ασφαλή. Δεν έβλεπα πιο πέρα –