Έμοιαζες πολυτραυματίας, έβγαινες από ερείπια
Ξανακρυβόσουν, αχ
Σε τρόμαξα; Ποιος από όλους είσαι απόψε;
Πρόγονος; Ίσκιος; Εραστής κρυφός; Παιδί;
Καταλαβαίνω, είσαι όλοι, όλη η Ιστορία
Ντρέπεται για τον άνθρωπο, κρύβεται ο άνθρωπος
Μισός στον ύπνο πάντα και μισός στο θάνατο
Μούγκρισες, αναστέναξες, άδειασες
Έλαβες πάλι σχήμα, με πλησίασες
Καλώς τον – δεν σε γνώρισα αμέσως
Προχθές μ’ είχες αφήσει
Σε άλλο αδιέξοδο του ύπνου, πού-
Είχαμε αφήσει μια συζήτηση στη μέση
Θαρρώ, διαφωνούσαμε
Ήταν γαλάζιος ο καρπός της γνώσης; Ήταν μήπως
Ένας τυχαίος εσωτερικός πλανήτης;
Με δάγκωνες σε δάγκωνα – ύστερα δεν θυμάμαι
Δεν έμαθα ποτέ τι μάθαμε
Τι θα γινόμασταν
Ήξερα όμως πως στις έξι δυνατότητες,
Μόνο οι τρεις χαθήκαν.
Θυμάσαι ή πονάς;
Δέσε και πίεζε σφιχτά ετούτη την αδέσποτη στιγμή
Στο τέλος θα σταλάξει αγιασμός ή μνήμη
Τώρα, κρύψου και πάλι στα ερείπιά σου
Θα σ’ ακολουθήσω
Θα διαπλεύσουμε ξανά αθόρυβα το χρόνο
Ανάδρομα στον ρου των γεγονότων
Ρέουσα προσευχή – και, μη φοβάσαι
Στην επόμενη εικόνα
Αναδυόμαστε και συνεχίζουμε αμφίβιοι
Κυλώντας πάλι σαν κορμιά στα ανθισμένα σκότη-