Γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα μου επτά χρόνια στην οδό που είχε το όνομα του σκοτεινού φιλόσοφου. Και νιώθω πάντα σαν να με έχει υπό την προστασία του, σαν να είναι ο άγιος, στη μέρα της εορτής του οποίου έχω γεννηθεί. Έχουμε κάποια μυστική σχέση, μου υπέδειξε τις κατευθύνσεις και τον σκοπό, καθόρισε τον τρόπο που θα έβλεπα τα πράγματα: Εδιζησάμην εμεωυτόν / Πάντα γαρ το πυρ επελθόν κρινεί και καταλήψεται.
Η οδός Ηρακλείτου ήταν (και είναι ακόμα) ένας μικρός δρόμος. Μ’ άρεσε κι ας μην είχε θάλασσα. Δεν είχε, σκεφτόμουν, γιατί, ήταν ανήφορος και η θάλασσα δεν μπορούσε ν’ ανέβει ως εκεί. Κατέληγε όμως στη Δεξαμενή, όπου με πήγαινε η γιαγιά και κολυμπούσα τα καλοκαίρια, δηλ. περπατούσα με τα χέρια μέσα στο νερό. Μέναμε στον αριθμό 4. Απέναντι ήταν το σπίτι των Κούνδουρων, όμορφο, με μια πελώρια γλυσίνια που φύτρωνε από τις πλάκες του πεζοδρομίου (την ξερίζωσαν το 2005). Ο μεγάλος γιος της οικογένειας που είχε το όμορφο όνομα Ρούσσος, ήταν προφανώς πολύ φίλος του μπαμπά μου γιατί, όπως άκουγα, παραθέριζαν επί χρόνια μαζί σε διάφορα νησιά. Η μητέρα του ερχόταν να δει τη γιαγιά και αντάλλασσαν τα νέα που τυχόν μαθαίνανε από τα παιδιά τους. Στη γωνία, στην οδό Μηλιώνη, ήταν ένας φούρνος· αλλά εμείς ψωμί παίρναμε από άλλο φούρνο, στη Σόλωνος. Στον πιο κοντινό μας, η γιαγιά δεν ήθελε να πηγαίνει, κι αυτό, νομίζω, γιατί εκεί βρισκόταν όταν της έφεραν την είδηση ότι ο μεγάλος της γιος, ο Παύλος, είχε σκοτωθεί. Στην ίδια γωνία έβγαζαν οι υπηρέτριες (εμείς δεν είχαμε) τους μεγάλους σιδερένιους σκουπιδοτενεκέδες. Εμείς δεν είχαμε καν σκουπίδια: μερικά φλούδια από πατάτες, καμιά άδεια κονσέρβα – ούτε συσκευασίες ούτε χαρτιά υπήρχαν τότε, όλα ανακυκλώνονταν μέσα στο σπίτι, τα ρούχα, τα αντικείμενα, τα σκεύη, οι άνθρωποι.
Η οδός Ηρακλείτου, ως κέντρο του κόσμου και, από τότε που άρχισα να περπατάω και ως σημείο εκκίνησης, εξακτινωνόταν για μένα σε μια δέσμη επιλεγμένων διαδρομών: ευθεία προς τα πάνω οδηγούσε στη Δεξαμενή, ευθεία προς τα κάτω, στην πλατεία, λοξά προς τα δεξιά, πήγαινε προς τον Κήπο ή προς το Ζάππειο, λοξά προς τα αριστερά, προς την οδό Ρηγίλλης. (Εκεί πήγαινα όταν η μαμά μου κατάφερε να πιάσει δουλειά στο τότε ΕΙΡ. Στην «Ώρα του Αγρότου». Μου έδιναν ένα μολύβι μελανί και ζωγράφιζα καθισμένη φρόνιμα σ’ ένα γραφείο.) Άλλες δυο, πιο πολύπλοκες διαδρομές, προστέθηκαν αργότερα: αυτές που έκανα για να φτάσω στο σχολείο μου, πρώτα στα Πευκάκια της οδού Σίνα – όπου μου έδιναν και συσσίτιο, γάλα που δεν έπινα και πορτοκαλί τυρί που μ’ άρεσε πολύ, και μετά στο δημοτικό της οδού Κωλέττη.
Η οδός Ηρακλείτου δεν ήταν πολυσύχναστος δρόμος. Περνούσε το καλοκαίρι ο παγοπώλης κι έφερνε μια κολώνα πάγο, τυλιγμένη σε λινάτσα, για το ξύλινο ψυγείο που ήταν μικρό σαν κομοδίνο. Περνούσε και ο παλιατζής, και η γιαγιά του έδινε κατά καιρούς διάφορα πράγματα.
Μια μέρα –ήταν χειμώνας –καθόμουν στο παράθυρο του δωματίου μου και διάβαζα ένα από τα πρώτα μου Μίκυ Μάους. Ο Ντόναλτ Ντακ με τα ανιψάκια του επιχειρούν ανασκαφές στην Αίγυπτο: σπάζουν κατά λάθος έναν αμφορέα (κανωπικό δοχείο;) γεμάτο σκόνη, με αποτέλεσμα ο (παπιο)Φαραώ, στον οποίο ανήκε η σκόνη, να ξαναζωντανέψει. Ο (παπιο)Φαραώ, βγαίνει στην επιφάνεια της θαμμένης πυραμίδας. Αντί να αντικρίσει την πόλη του, βλέπει κάτι πελώριους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου να διασχίζουν μιαν έρημο. Δεν αναγνωρίζει τίποτα γύρω του. Τρομάζει και αποφασίζει πως, έτσι που έγινε πια ο κόσμος, δεν υπάρχει λόγος να επανέλθει στη ζωή. Κάνει μεταβολή και, καθώς κατεβαίνει ξανά στην κρύπτη του, σκαλί σκαλί, διαλύεται πάλι. «Καλύτερα σκόνη…» είναι τα τελευταία του λόγια.
Αυτή η εικόνα θα έμενε ανεξάλειπτη στη μνήμη μου.
Ένας άγνωστος με καμπαρτίνα είχε καθηλωθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Ηρακλείτου και κοιτούσε το παράθυρο πολλή ώρα – τον ένιωθα εγώ όση ώρα διάβαζα.
Φώναξα τη γιαγιά. Ήρθε, κι έγινε ξαφνικά πολύ άσπρη κι αμέσως μετά πολύ κόκκινη. Ύστερα μου είπε πως αυτός ο άγνωστος ήταν ο μπαμπάς μου.
Σημ: Η ιστορία έχει πρωτοδημοσιευτεί στο Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων (2009;)