* Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα
* Κράτησε τη ζωή του ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
*Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας
* Είδε τις φλέβες των ανθρώπων / σαν ένα δίχτυ των θεών όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια * / προσπάθησε να το τρυπήσει
* Κι είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης.
Τον περιγράφω όπως τον είδα τελικά με τα χρώματα και το μαύρο των στίχων του, όπως τελικά τον ανακάλυψα. Και άργησα πολύ να τον ανακαλύψω: ο Γιώργος Σεφέρης δεν ήταν από τους ποιητές της καρδιάς μου… Τώρα που κι εμένα «η καρδιά μου και ο νους μου γίναν ένα», καθώς λέει εκείνος σ’ ένα άλλο στίχο του, μπορώ επιτέλους να τον προσεγγίσω με φόβο και πάθος…
Τον πρωτοδιάβασα πολύ νεαρή – μια συμμαθήτριά μου είχε φέρει στην τάξη ένα πακέτο με βιβλία, που κάποιος πελάτης είχε ξεχάσει στο ταξί του μπαμπά της, και μας τα μοίρασε. Ήταν τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη, στη γκριζογάλανη έκδοση του Ίκαρου (με εντυπωσίασε περισσότερο η γοργόνα του Γιάννη Μόραλη, με τη διπλή ουρά, στο εξώφυλλο).
Διάβασα τα ποιήματα με σεβασμό (αλλά όχι με ταραχή, όπως τα αντίστοιχα του Ελύτη που συνέβη να ανακαλύπτω επίσης εκείνη την εποχή…)
Μετά τον διάβαζα, βεβαίως, συχνά – όμως απλώς τον διάβαζα: δεν κατέφευγα σ’ αυτόν – δεν τον ένιωθα «ποιητένιο» ποιητή. Θεωρούσα πάντα την ποίηση άνθος ή καρπό μιας παράξενης κατάστασης χάριτος, τη συνέδεα με τα μεγάλα πετάγματα, τις εξάρσεις και τις εκστάσεις μιας εφηβείας στο διηνεκές. Η δική του ποίηση, όμως, βρισκόταν ανέκαθεν σε ηλικίωση, εξέπεμπε σε άλλες συχνότητες.
Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν για μένα πολύ «καθώς πρέπει»: σοβαρός αστός, αυστηρός, βαρύς (με τούτο το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια), μπορούσα αβασάνιστα να ταυτίζω την αίσθηση που απέπνεε η ποιητική του μ’ εκείνη τη μελαγχολία ενός ευαίσθητου φαρμακοποιού που διανυκτερεύει.
Τη δεύτερη απόπειρα προσέγγισης στο έργο του την έκανα μετά το θάνατό του. Ο λόγος του νομπελίστα ποιητή αδιάκοπα αναδυόταν στο νου μου σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας / μέσα στα χάσματα της αστραπής – μια λάμψη καθοδηγητική. Ακόμα όμως δεν ήμουν έτοιμη: πάλι δεν άγγιζε την καρδιά μου. Το περισσότερο που μπορούσα να κάνω ήταν μια «φιλολογική» προσέγγιση – όπως άρμοζε σ’ ένα έργο που δεν το αντιλαμβανόμουν ως ζωντανό αλλά ως «μνημειωμένο»…
Ο Γιώργος Σεφέρης, αντικειμενικά, είχε όλες τις αρετές: ήταν απαλλαγμένος από περιττό φόρτο κοσμητικών και περιφράσεων, ήταν άμεσος, λιτός πυκνός… Τους στίχους του, ενορχηστρωμένους με τραγικότητα χορικών, τους διέτρεχαν φλέβες ρυθμών: αλλού ο δεκαπεντασύλλαβος, αλλού ο δεκατρισύλλαβος, ακόμα και επτασύλλαβος και εννεασύλλαβος… Υπήρχε μια πολυσύνθετη, οργανωμένη, κινησιολογία των λέξεων – έδειχνε πόσο τον απασχολούσε η μορφή καθώς έκτιζε το ποίημα. Αυτού του είδους ο διαυγής λόγος, άριστο όχημα σε δοκιμιακό πεδίο (δύσβατο για μένα), φαινόταν να αποσκοπεί και στην εξερεύνηση κάποιων απόκρυφων τοπίων μιας βαθιάς, καθολικής μυθολογίας – ταξίδευε στην ιστορία, στο χρόνο, διαπλέοντας τις Συμπληγάδες της μοίρας του ανθρώπου – αλλά εμένα δεν με οδηγούσε πουθενά. Παρέμενα καχύποπτη. Αυτές οι «αρετές» με έκαναν επιφυλακτική, μου φαινόταν ότι το ποίημα ήταν «υπερσυνειδητό υποσυνείδητο» τέχνημα, δεν του είχε δοθεί – το είχε εκβιάσει, το είχε επεξεργαστεί εξαντλητικά και η εφηβική μου αντίληψη περί ποίησης (την οποία διατηρούσα), αντιδρούσε. (Τι είναι ποιητής , τι ποιητής / και τι τ’ ανάμεσό τους; αναρωτιόμουν, παραφράζοντας δικό του στίχο (!)…)
Αδυνατούσα να μεθέξω συγκινησιακά στο έργο του, όσο στο έργο του Ελύτη λ.χ. Αλλά, βέβαια «δεν μπορούμε να μετρούμε το ένα έργο με το άλλο –να πούμε πως ο Παλαμάς είναι ένα ελαττωματικό είδος Σολωμού, ο Σικελιανός ένα ελαττωματικό είδος Παλαμά, ο Καβάφης ένα ελαττωματικό είδος Σικελιανού» – όπως λέει ο ίδιος ο Γιώργος Σεφέρης. Εκείνος, ήταν είδος από μόνος του και ο μόνος από το είδος του – και αυτό τελικά μετράει, όχι ο βαθμός συγγενείας που περιμένεις να αναγνωρίσεις…
Το ανάστημά του, το μέγεθός του, το βάρος του, ο ίσκιος του, εμπόδιζαν τότε τη χαμηλή βλάστηση της σκέψης μου ολόγυρά του…
Χρόνια ολόκληρα ο αμφίβιος πεζός / ρυθμικός λόγος του αργόπλεε μισοβυθισμένος στον νου μου, προσεχτικά, κρατώντας ισορροπία και αποστάσεις από κάθε άλλον.
Αυτός ο Λόγος, όμως, με είχε διαποτίσει ερήμην, η ηχώ του με ακολουθούσε από την εφηβεία μου – από τότε που τον μισοάκουσα απρόσεχτα. Και μόνο στην πραγματική Ποίηση: σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό.
Πόσοι στίχοι του μου είχαν εντυπωθεί ανεξίτηλα… Αλλά: Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Τώρα γνωρίζω…
Τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, συμπυκνωμένα σχεδιάσματα μεγάλης πνευματικής δυναμικότητας ή βαριά ολόγλυφα σήματα -κάτι στέρεο που διαρκεί στο χρόνο-, αυτά που έβλεπα ως «σχολαστικά ποιητικά», ως επιτύμβια, μουσειακά, ποιήματα αγάλματα, μάρμαρα σπασμένα, κολόνες, πέτρες, ήταν τα δομικά υλικά με τα οποία εκείνος αρχιτεκτονούσε την αθανασία.
Τη δική του και της φυλής:
Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα /Τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα/
Τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Κι αυτό συνέβαινε, ίσως, γιατί ήξερε κάτι άρρητο:
Οι άγγελοι είναι λευκοί /πυρωμένοι λευκοί /και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει / και δεν υπάρχει άλλος τρόπος / πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τους…
Ο χρόνος είναι άσχετος.
Ο ίδιος ο ποιητής, ταξιδεύοντας πάντα παρά δήμον ονείρων, γνέφει μεγαλόψυχα:
…κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου / μπορείς να το πάρεις τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Εγώ το παίρνω λοιπόν τώρα (τόσο αργότερα), και το ασπάζομαι.
Τώρα γνωρίζω πως όποτε κι αν αφεθείς, βρίσκεσαι ξαφνικά μέσα στην ποίησή του σαν
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά / τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα,
μην ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα, / γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα
καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών / θ’ αδειάσει η θάλασσα,
θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο / θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της
μέρας / πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.