(Τότε, στην σκέψη του χάους η λέξη «Έρωτας», αίφνης, πυκνώνει.
Και μια ομίχλη, βαριά από φτεροκοπήματα και στεναγμούς, φέρνει την πολυπρόσωπη θεότητα. Παμφάγος, παντοκράτωρ, πάνδημη και παντέρημη ανασαίνει. Με το ρίγος και τους υγρούς της καθρέφτες που διαθλούν και πολλαπλασιάζουν μέλη και κινήσεις.
Ανώνυμη, φέροντας όλα τα ονόματα, αρσενικά και θηλυκά κι όλα τα επίθετα.
Γυμνή, φορώντας όλα τα μάτια λαμπερά και θολωμένα, κι όλα τα δάχτυλα.)
Ο λεπτουργός απ’ την μεριά του έρωτα
(Άγουρο σ’ έκοψα, με δυνατή την μυρωδιά του θειαφιού στο φύλο σου, κι αποτυπώματα ακόμα των αγγέλων. Σε πήρα στα σκοτάδια τα πιο εύφλεκτα, αθώος άναβες. Στα σώματα τα πιο απελπισμένα, ξένος, κι αμέσως κατοικούσες. Σε σπάταλες καταστροφές, κι άπληστος, πλούτιζες. Σε δάση άπατα, κι ανύποπτος, σκότωνες την τροφή μου.
Στην πιο βαθιά ερήμωση σε άφησα, κι ακέραιο, σε βρίσκω ακόμα ν’ ανεβαίνεις.)
(Από το Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ, Κέδρος, 1999)