Περνά η ώρα, πέρασαν τα χρόνια
Καμήλες απ’ το μάτι της βελόνας
Τώρα περνά πυκνός κι ένας αέρας, είν’ ο ίδιος
Αυτός που αεροβατεί συχνά, μεσάνυχτα
Στα μαρμαρένια οριζόντια τείχη
Που ορίζουνε την επικράτεια των κόσμων-
Να, τον ακούω να περνά ξανά, αθόρυβα
Κι όμως κατάφορτος
Σαλπίσματα, κλαγγές
Τύμπανα, χλιμιντρίσματα, φωνές
Τι να θυμούνται οι αέρηδες; Μάχες;
Ποιες μάχες; Μα κανείς ποτέ δεν νίκησε-
Ακούω, δυναμώνει, να
Σηκώνει σκόνη
Στη σκέψη σκόνη ανθρώπου, στα μουσεία
Την χάρτινη ταπετσαρία: κάστρα, σύμβολα
Πολύχρωμες σημαίες, όπλα, σύνορα, κρατίδια-
Εχθροί και σύμμαχοι και μισθοφόροι, τ’ αναλώσιμα
Όλα ξεσκίζονται, ανεμίζουν, χάνονται
Τοπίο έρημο, Εδεμικό αποκαλύπτεται
Τ’ άλογα και οι καβαλάρηδες οι έλλογοι
Βυθίζονται με μιας στα χώματα
Γκρεμίζοντας αθόρυβα την Ιστορία
Περνά η ώρα, πέρασαν τα χρόνια, ο αέρας-