Πάλι δεν ήθελα να κοιμηθώ το ανυπάκουο, λοιπόν
Εκεί που αγρυπνούσα να φυλάω τα γραμμένα
Ακόμα ζωντανά, μόλις κομμένα από τ’ άγραφα
Άνοιξε απότομα η κάμαρα στα δυο
Εισέβαλε μια ύπαιθρος απ΄τη βαθιά μυθολογία
Φύσηξε σαν από πλαγίαυλο και δονηθήκαμε
Μας έσπρωχνε αέρας δυνατός, μα μόλις άγγιζε
Άγγιζε μοναχά η μυρωδιά του, όμως, δυνατός
Έσπρωχνε το φεγγάρι κι έγνεθε
Σύννεφα σε μορφή συλλογισμών και έγνεθε
Χίλιες εικόνες του αόρατου, μετά
Σκόνταψε σε μια δίεση, σταμάτησε απότομα όπως ξεκίνησε-
Υλοποιήθηκε ξανά η κάμαρα ολόγυρά μας
Τώρα
Κάτι μας είχε προστεθεί
Α, ναι, εκείνο το κοτσύφι, στην αρμονική
Είχε ακούσει το κρυφό του όνομα, γεμάτο λάθη
Δεν πειράζει, ήρθε πάλι
Στο θησαυροφυλάκιο της νύχτας
Σφυρίζοντας, ραμφίζοντας, θυμίζοντας πως πρέπει
Να ξοδευτούμε κι άλλο, ως το τέλος
Μέχρι τα πιο μικρά νομίσματα –