Το παιδί αρχίζει να γράφει ζωγραφίζοντας τα σύμβολα, και να ζωγραφίζει γράφοντας τις μικρές του ιστορίες.
Σ’ αυτή την πρωτογενή εκδήλωση, το βασικό ένστικτο προς έκφραση και δημιουργία είναι αδιαφοροποίητο, χωρίς σαφή ταυτότητα, χωρίς φύλο θα λέγαμε: οι τέχνες είναι ακόμα μία.
Το παιδί μπορεί να μη συνεχίσει στην οδό της τέχνης – μετά την παιδική ηλικία οι περισσότεροι δεν μπορούν πια να διακρίνουν τα ψίχουλα στο μονοπάτι. Αυτοί χάνονται στην πόλη, και καταβροχθίζονται από την αδηφάγα καθημερινότητα…
(Βέβαια και οι άλλοι χάνονται, οι λιγότεροι, εκείνα τα παιδιά που συνεχίζουν· αλλά αυτά χάνονται στο μέσα τους δάσος, και τα καταβροχθίζει κάποια εκλεκτική, εναλλακτική πραγματικότητα –κάτι που είναι τουλάχιστον πιο διασκεδαστικό.)
Αυτοί, λοιπόν, που έχουν επιλέξει ή έχουν επιλεγεί να ασκήσουν την τέχνη, προχωράνε στη διαφοροποίησή της· και, μετά, σε πολλές περαιτέρω εξειδικεύσεις για να μπορέσουν να εστιάσουν και να αφοσιωθούν σε κάποια μορφή της.
Όμως, στην πορεία μέσα στο μέσα τους δάσος, πολλοί, νιώθουν την ανάγκη μικρών απιστιών που ανανεώνουν το πάθος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις συχνά η μια τέχνη αφυπνίζει, αναστατώνει και γονιμοποιεί την άλλη.
Έτσι, πολλοί ζωγράφοι γράφουν και πολλοί ποιητές ζωγραφίζουν. (Αναφέρομαι μόνο στην εικονοποιία και στην τέχνη του λόγου γιατί σ’ αυτές τις δυο τέχνες επικεντρώνεται το θέμα μας.) Οι δημιουργοί, δηλαδή, της μιας ή της άλλης ομάδας, ασχολούνται περιστασιακά και με κάποιο αλλότριο, ψυχαναγκαστικό και ψυχάγωγο εργόχειρο, πλέκοντας τη σκέψη ή κεντώντας την αυτοσυγκέντρωσή τους για τις ώρες που εκτίουν την εκτός της κύριας τέχνης τους ζωή τους.
Εικόνα και ποίηση, λοιπόν. Εικαστικές τέχνες και τεχνήματα του μετεικάσματος. Θα ήμουν αρκετά κατάλληλο πρόσωπο για να μιλήσω γι’ αυτά, εφόσον ασχολούμαι και με τα δυο. Αλλά επειδή δεν είμαι και θεωρητικός, μπορώ μόνο να προσπαθήσω να περιγράψω απλώς τι κάνω.
Στο ασυνεχές του χρόνου ζωγραφίζω και εκτός χρόνου γράφω. Ως ποιήτρια καλλιεργώ τη δεξιότητα να διατυπώνω πράγματα που δεν κατέχω. Ως ζωγράφος κάνω χρήση της χάρης που μου δόθηκε να μπορώ να ασχολούμαι και χειρωνακτικά με τα αχειροποίητα.
Κυρίως γράφω ζωγραφίζοντας.
Καδράρω στην αρχή. Ορίζω το χώρο. Οι πρώτες λέξεις και οι προεκτάσεις τους στο μέσα διάστημα είναι σαν το ελάχιστο, νοητό μαύρο, κάθετα και οριζόντια που περιορίζει τα όρια.
Ένα παράδειγμα, από το ποίημα Ο Λεπτουργός:
Ο λεπτουργός εκτίει τη ζωή του /Έγκλειστος, στο τρομώδες άσπρο εκτός φάσματος. / Κυρίως τοίχοι γύρω. Υπερδιπλάσιοι απ’ τους ορίζοντες το χώρο. /Προβλέποντας άγνωστες διαστάσεις. //Μια προβολή τρέχει ταχύτατα στους τοίχους / Ακατανόητες εικόνες σ’ αδιάκοπη διαδοχή / Άπειρα γεγονότα και παραλλαγές / Συμπαντικά κι ασήμαντα. // Συμβαίνοντας όλα ταυτόχρονα /
Σημαίνοντας όλα, / Συγκλίνοντας.
Ενώ στη (μονοδιάστατη) εικόνα η προοπτική περιορίζεται στο χώρο, στην ποίηση ανοίγεται και σε άλλες διαστάσεις: ο λόγος κάνει να αστράφτουν όλες οι έδρες της εικόνας γιατί την προεκτείνει στο χρόνο – ως τη διαίσθηση/ προαίσθηση/ συναίσθηση/ παραίσθηση.
Συνεχίζοντας το ποίημα, μετά, δημιουργώ ένα τοπίο, ένα σκηνικό για να ζήσει αυτό που έχω συλλάβει.
(…) Αριστερά, ένα τραπέζι. / Πάνω του, εύφορα χαρτιά, όπου το μηρυκαστικό του κάποτε, / Βόσκει ανύποπτο το τίποτα. / Κάτω απ’ το τραπέζι, άλλο φάντασμα: / Ο σκύλος – φύλακας του τίποτα, γρυλίζει στο ποτέ. / Άγρυπνος, παρακολουθώντας με τα χίλια μάτια του των πεθαμένων. // Μπροστά, μια ξύλινη καρέκλα. / Σαν πρόσθετο μέλος τη φοράει ο λεπτουργός να στηριχτεί. / Καθώς ο νους του με στροβίλους θείου, μίλια, άρρυθμα, / Διατρέχει την ιλιγγιώδη έρημο από σκόνη ανθρώπου. // Στα δεξιά, πυκνώνοντας το άδειο, θύελλα σε στάση. /
Αθέατη η τρίτη Μοίρα εργάζεται. / Το Έργο είναι ακόμα μονάχα στα σημεία στίξης ορατό. / Κυρίως παύσεις και σκοτάδια. / Τ’ αληθινό του μέγεθος, πέρα απ’ τη ζωή αυτή. // Σε λίγο, θα δοθεί στον λεπτουργό.(…)
Να μια αλληλουχία εικόνων. Πρόκειται για ποίηση. Και, παράλληλα, για εικονογράφηση των φάσεων διεργασίας για την παραγωγή του επονομαζόμενου Έργου.
Πρώτη εικόνα. Το τραπέζι. Ο λεπτουργός – ο δημιουργός, μπροστά στα βιβλία και τα χαρτιά. Το μεγάλο μηρυκαστικό. Αναχαράζει το κάποτε και βόσκει το εύφορο τίποτα. Δεν είναι όμως ανύποπτος… Είναι αρκετά υποψιασμένος, πλην, αφηρημένος, συνεχίζει ισόβια –γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να ζήσει.
Δεύτερη εικόνα. Ο σκύλος. Η συνειδητότητα του δημιουργού, η συνείδηση της θνητότητάς του, ο φύλακας του τίποτα. Κοιτάζει στα σκοτεινά μέσα από όλους τους προγόνους κάθε μορφής ζωής. Γρυλίζει, ανίσχυρος, στο ποτέ.
Τρίτη εικόνα. Η καρέκλα. Ο δημιουργός καθηλώνεται, προσπαθώντας να κρατηθεί μέσα στη φυγή προς την έρημο από σκόνη ανθρώπου – ίσα για να προφτάσει να διατυπώσει κάτι, κάτι σημαντικό, κάτι που το θεωρεί άλλοθί του.
Τέταρτη εικόνα, ακόμα πιο «ζωγραφική». Η φασματική παρουσία του Έργου που είναι ακόμα μονάχα στα σημεία στίξης ορατό, που βρίσκεται πέρα ακόμα κι απ’ το Λόγο. Ο οποίος πλέκει αδέξιο δίχτυ να το συλλάβει, καταφεύγει στα τεχνάσματα της εικονοποιίας, αναγκάζοντας αυτό που τον υπερβαίνει να πάρει κάποια εφήμερη έστω, φιλική, αναγνωρίσιμη υπόσταση.
Άλλες φορές πάλι γράφω με χρώματα:
Τοξικό μπλε κοβαλτίου ο αέρας. / Φωσφορίζοντας λευκά το νυχτικό, /
Δηλητηριώδες. / Εντόσθια μελανά / Εκκρίσεις πράσινες. / Κι ο κόσμος,
Ασταθές φαιό. Ανοίγοντας μαύρα, / Τρώγοντας κόκκινα. Ύστερα, /
Θύελλα σε τεχνικολόρ / Πάνω απ’ τα μελλούμενα / Μνημεία. /
Ώχρα των ερειπίων. / Ύπουλο κίτρινο η έρημος / Να προχωρά. Burnt sienna /
Ό, τι δε διατυπώθηκε, η άμμος. / Η άμμος, μια ακριβολόγος σύνοψη.
Εδώ το χρώμα τονίζει γκροτέσκα την εικόνα κάποιας ονειρικής, εξωαισθητικής πρόσληψης του κόσμου ως αναίτιου φαινομένου και ως αιτιατού.
Είπαμε, δεν είμαι θεωρητικός. Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να κάνω μερικές σκόρπιες σκέψεις για τις σχέσεις ανάμεσα στις δυο τέχνες:
*Η πιο ανεξάρτητη από υλικά μέσα τέχνη, η ποίηση, και η πιο εξαρτημένη, η ζωγραφική είναι δυο δρόμοι παράλληλοι, διασταυρούμενοι, ανισόπεδοι, που οδηγούν κι οι δυο στον ίδιο προορισμό, στην αυτογνωσία.
*Οι όροι της μιας τέχνης προσδιορίζουν και την άλλη. Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, οι τέχνες στην πηγή τους υπήρξαν μία.
*Μια εικόνα χίλιες λέξεις, αλλά και μια λέξη χίλιες εικόνες. Η εικόνα είναι ένα αίνιγμα από χρώματα και φόρμες του ορατού φάσματος– όπως η ποίηση, κατά τον ορισμό του Λειβαδίτη, είναι «ένα αίνιγμα από συνηθισμένες λέξεις».
Οι διαφορές ανάμεσα στις δυο τέχνες:
*Η ζωγραφική έχει φύση γήινη. Η εικόνα είναι σα ζώο. Οικόσιτο ζώο. Μουγκό. Δεν έχει το λόγο. Μας γεννά αισθήματα τρυφερότητας, αναγνώρισης, ανωτερότητας, μας κρατά σε επαφή με την ανθρώπινη φύση μας.
*Η ποίηση είναι άλλη οντότητα. Έχει το λόγο. Ο λόγος δεν είναι μόνο προϊόν της σκέψης, είναι ίσως και η αιτία της σκέψης. Ανήκει στο μέρος εκείνο της φύσης μας που μετέχει του θείου. Επειδή είναι η υψηλότερη κατάκτηση του ανθρώπου (ή το δούρειο δώρο που του δόθηκε), ο λόγος είναι αυτός που μας διακρίνει (και μας απομακρύνει) από τους συγκάτοικούς μας στον πλανήτη (υποκαθιστώντας το άφθογγο αυτονόητο και αναγκάζοντάς μας στο συνεχές, μάταιο, ματαιόδοξο κυνήγι της διατύπωσης ψηγμάτων μιας ξεχασμένης ή παλίνδρομης εγγενούς γνώσης και επίγνωσης.
Αυτό δεν το λέω εγώ που μιλώ, το λέω εγώ που γράφω. Σε ένα ποίημα:
Δόλος / Δόλος στο δώρο του λόγου / Ήταν / Για να μ’ αποκόψει / Ήταν η θάλασσα λέξη / Να με χωρίσει για πάντα απ’ τη θάλασσα / Επειδή την εμπάθεια γνώρισα / Του μπλε μελανιού / Στα βαθιά / Που κανείς ήχος πια /
Που βαθαίνω μαυρίζοντας.
Κι άλλη μια, ξαφνική –και περίεργη σκέψη:
*Η τέχνη της ζωγραφικής είναι κάπως απαξιωμένη, κάπως απενεργοποιημένη στον μισό τουλάχιστον πλανήτη, εξαιτίας της θρησκείας. Άλλοι λαοί την περιορίζουν σε ανώδυνα γεωμετρικά σχέδια άλλοι έχουν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους την εντολή: Ου ποιήσεις σ’ εαυτόν είδωλο ουδέ παντός ομοίωμα –
Όμως, τι διέξοδος! Μέσω του λόγου μπορείς να παρακάμψεις αυτή την απαγόρευση χωρίς την προπατορική ενοχή. Η ποίηση μπορεί να μπει στα χωράφια της ζωγραφικής γιατί οπτικοποιεί άϋλα και το ανέκφραστο αλλά και την εικόνα…
Μεροληπτώ, τελικά, υπέρ της ποίησης –θεωρώ ανώτερη την τέχνη του γράφειν…
Η εικόνα μπορεί να έχει ποίηση, η ποίηση, όμως, εκτός από την εικόνα που σίγουρα εμπεριέχει, δίνει πάντα και κάτι επιπλέον: τη μαγική εικόνα όπου, αν την αναποδογυρίσεις, μπορείς να δεις και να αναγνωρίσεις πράγματα που, σε πρώτη θέαση, δεν υπάρχουν και που δεν τα γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο δημιουργός τους.
Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, ο λόγος στην ποίηση πολλές φορές ξεπερνά την προσληπτικότητα και αυτού που τον αρθρώνει.
Εξηγώ αυτό το τελευταίο, τελειώνοντας, ως αναμενόμενο, με ένα στίχο:
Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα / Μπορώ να φανταστώ: Γράφω.
τι ωραιο κείμενο Παυλίνα μου! σε ευχαριστώ! και χρήσιμο για μένα και τους/τις φοιτητές.τριές μου.
Ευχαριστώ Τασούλα! Χαίρομαι!