Μια φορά ήταν ένας γηραιός Διαχειριστής μιας περίπου συνομήλικής του πολυκατοικίας.
Κατείχε το αξίωμα πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και είχε βαρεθεί πια. Αλλά, παρά τις απανωτές Γενικές Συνελεύσεις των ιδιοκτητών, κανένας δεν είχε αναδειχτεί ποτέ άξιος διάδοχός του.
Τα πρώτα χρόνια, είναι αλήθεια, υπήρξαν δυο – τρεις απόπειρες να αντικατασταθεί:
Την πρώτη, από τον γάτο του. Αλλά, δυστυχώς, σε λίγο καιρό, ο γάτος έφαγε ποντικό που είχε φάει ποντικοφάρμακο, το οποίο, ως γνωστόν, είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, όπως κι ο καρχαρίας.
Ο Διαχειριστής στενοχωρήθηκε, αλλά όχι και πολύ. Ο γάτος του είχε ήδη αποδειχτεί κι αυτός τελείως ανίκανος στο να εισπράττει κοινόχρηστα.
Την δεύτερη φορά, μια νέα και υπερδραστήρια ιδιοκτήτρια δέχτηκε να πάρει τη θέση του. Πλην ούτε κι αυτή ευδοκίμησε, γιατί σε 2,1/2 περίπου μήνες έπεσε με το πατίνι της θύμα τροχαίου. Την τρίτη και τελευταία φορά οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να προσλάβουν εξωτερικό διαχειριστή.
Αυτό ήταν και η καταστροφή τους. Ο εξωτερικός διαχειριστής παρέλαβε το αποθεματικό της πολυκατοικίας και έφυγε, πιθανόν ως οικονομικός μετανάστης, στη Ν. Ζηλανδία.
Οι απανωτές αυτές αναποδιές συντέλεσαν στο να αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες για κάποια κατάρα που βάραινε το διαχειριστικό αξίωμα, και να το αποφεύγουν πια, τελείως φανερά, όλοι.
Έτσι, ο Διαχειριστής έκανε πλέον τις Γενικές Συνελεύσεις μόνος, με μοναδικούς παρόντες την εν διαστάσει σύζυγό του Ντίνα και την σκύλα του Φόξι – που δεν ήταν καθόλου συνεννοήσιμες ούτε και είχαν δικαίωμα ψήφου.
Ήταν μυστήριο πώς κατάφερνε πάντα να επανεκλέγεται, εφόσον ούτε κι ο ίδιος δεν ψήφιζε ποτέ τον εαυτό του, για λόγους δεοντολογίας…
Παρέμενε λοιπόν αναγκαστικά, αμετακίνητος ως βράχος στη θέση του και κατέρρεε σιγά σιγά, φυσιολογικά, μαζί με την πολυκατοικία.
Μετά από παρατήρηση χρόνων είχε καταλήξει πως οι δυο τους (αυτός και η πολυκατοικία), κατά κάποιο τρόπο, είχαν αποκτήσει πλέον έναν ακατάλυτο δεσμό. Είχε κιόλας αναπτυχθεί κάποιος συντονισμός στις λειτουργίες τους. Π.χ. όταν πάθαινε βλάβη το ασανσέρ, πάθαινε κι ο Διαχειριστής οισοφαγική παλινδρόμηση – ή τούμπαλιν.
Όταν πάλι τους έκοβαν το φυσικό αέριο γιατί δεν είχε πληρωθεί, ο Διαχειριστής βασανιζόταν από κρίσεις άσθματος και δύσπνοια, όταν βούλωνε η αποχέτευση, ο Διαχειριστής πήγαινε για εξέταση προστάτη –ο ουρολόγος του ήταν δίπλα στον υδραυλικό του – κ.τ.τ.
Επειδή η ενασχόλησή του με την πολυκατοικία – η οποία είχε και πολλά διαμερίσματα- ήταν φουλ τάιμ τζομπ, με δυσκολία κατάφερνε να ανταποκριθεί στα επαγγελματικά του καθήκοντα (ήταν αντικέρ), και με ακόμα μεγαλύτερη στα συζυγικά του – εξ’ ου και η εν διαστάσει αλλά πάντα σε κοντινή απόσταση, σύζυγός του ζούσε τώρα με τον ουρολόγο του. (Φυσικά, σ’ αυτό δεν έφταιγε μόνο η πολυκατοικία).
Ο Διαχειριστής είχε γίνει πια μισογύνης και μισόγατος (δεν είχε ξαναπάρει ποτέ άλλο γάτο ούτε άλλη γυναίκα), κι η μόνη χαρά στην άχαρη ζωή του ήταν όταν πέθαινε κάποιος ιδιοκτήτης, άκληρος.
Τότε, με την εξουσία που του έδιναν το αξίωμα και το κλειδί του έμπαινε πρώτος, αμέσως μετά την αστυνομία, στο εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα, έκανε μια πρόχειρη εκτίμηση των κατάλοιπων του μακαρίτη και μετέφερε στην αντικερί του ό, τι είχε επαγγελματικό ενδιαφέρον. (Μέχρι στιγμής είχε πάρει και αξιοποιήσει μια φερ φορζε κούνια βεράντας με τρεις ταχύτητες, έναν οδοντιατρικό τροχό του 18ου αιώνα, μια παιδική πανοπλία, 13 συλλεκτικά γραμματόσημα, δυο πολυσυλλεκτικούς μπουφέδες, μια βαλσαμωμένη νυφίτσα σε καλή κατάσταση, τρεις πίνακες του Γέρου με το Τσιμπούκι, (συν έναν τέταρτο – μια σπάνια απεικόνισή τού ίδιου γέρου, ανφάς, με ηλεκτρονικό τσιγάρο), μια πλήρη τραπεζαρία στυλ Αντιβασιλείας, με πανθηροπόδαρα, μια δερμάτινη τρίποδη πολυθρόνα Τσιπ εντ Ντέηλ και ένα ντενεκέ λάδι.)
Μια μικρή χαρά, επίσης, έπαιρνε όταν τις ελεύθερες ώρες του, μελετούσε ό, τι από βιβλία και χαρτικά τού κινούσε την προσοχή. Σκεφτόταν πως κι αυτά θα μπορούσε ίσως κάπου κάποτε να τα αξιοποιήσει – ασχέτως αν δεν θα του απέφεραν τίποτα.
Η ιστορία του Διαχειριστή τέλειωσε, όπως ήταν φυσικό, μαζί με την ιστορία της πολυκατοικίας.
Στον μεγάλο σεισμό του 2028, ο Διαχειριστής έπεσε από το κρεβάτι του και, μ’ αυτή την ευκαιρία, θυμήθηκε ξαφνικά πως είχε ξεχάσει στην αποθήκη του υπογείου το Βιβλίο Πρακτικών του 1999, και θεώρησε καλό να συρθεί ως εκεί για να το πάρει: η μνήμη του πια τον είχε εγκαταλείψει κι έπρεπε να προσδιορίσει τα χιλιοστά συνιδιοκτησίας του ιδιοκτήτη του ρετιρέ, ο οποίος πρόσφατα είχε κάνει αυθαίρετη αναπαλαίωση της βεράντας του, και να ενημερώσει το ΥΠΕΧΩΔΕ και την Εισαγγελία Πρωτοδικών για την επικινδυνότητα του ανατολικού τοίχου της πολυκατοικίας –
*Σ.Σ:
Η ιστορία αυτή γράφτηκε συμπληρωματικά (ενώ οι Παράξενες κι ακόμα Πιο Παράξενες Ιστορίες είχαν ολοκληρωθεί), καθώς ο επιμελητής του παρόντος βιβλίου ζήτησε περεταίρω πληροφορίες για το μυστηριώδες πρόσωπο του «διαχειριστή» που εμφανίζεται στην σελ.29 και στην σελ. 41.
Ηθικό δίδαγμα: Ένα βιβλίο ποτέ δεν τελειώνει εκεί που νομίζεις.
(Προδημοσίευση)