Λοιπόν, πού πάνε άραγε τα πλάσματα μου
Τα ατελή, τα πολυμορφικά, τα παντοδύναμα
Όταν αθόρυβα, αθέατο
Άξαφνα βαθυσκάφος αναδύεται το σώμα απ’ τον ύπνο
Και, παγοθραυστικό, το ψύχος των παράλληλων
Των απαγορευμένων κόσμων εμβολίζει;
Πού πάνε, πού;
Εκείνη λόγου χάρη η γυναίκα χθες, η άγνωστη
Πού πήγε;
Πέρασε στη σκιά κι έγινε σκύλος
Κι ύστερα χρησμική βελανιδιά με φυλλωσιά λαλέουσα
(Και κάτι είπε που ακούστηκε κάπου αλλού
Και κάτι σήμαινε, θα ’ταν προειδοποίηση, θα ήταν απειλή
Δεν θα ’φτανε ποτέ- )
Κι ύστερα ξεριζώθηκε χωρίς αέρα – μα πού πήγε;
Και έγινε θύελλα και χύθηκε σε χάλκινα, κι έγινε
Μια κωδωνοκρουσία τρομερή που έσπασε τα τείχη
Κι έξω ξεχύθηκαν παιδιά με γέλια γυάλινα – πού πήγανε;
Θρυμματιστήκανε
Κι ύστερα σχηματίστηκε κάποιος θεός τυφλός
Που μόνο ένευε
Και που οδηγούσε, πρόσεχες δεν πρόσεχες
Στον τρόπο που θα έβλεπε ο ζωγράφος – μα πού πήγε;
Ξέρω πού πάνε τα φαντάσματά μου:
Κρύβονται μέσα στις παλιές τις λέξεις, ξέρω-