Ξύπνησα όπως πάντα λίγο απορημένος, σκέφτηκα καφέ
Θα βρέξει άραγε
Κάτι γραφτά τσαλακωμένα που θα έπρεπε να ξεδιπλώσω, σκέφτηκα
Της νύχτας το κακό κουνούπι
Πόσο μετακινήθηκαν ξανά μες στο σκοτάδι οι πατρίδες, οι ιδέες, άραγε
Τι ώρα είναι, να ντυθώ να φύγω
Κοίταξα στον καθρέφτη ένοχα, δεν έφταιγα εγώ, θάμπωνε
Στο κομβικό σημείο
Όπου η σάρκα γίνεται σαρκίο και ψύχος η ψυχή-
Μεγαλώνοντας χρόνια απρόσκοπτα να, είχε φτάσει ήδη στο ταβάνι το κεφάλι μου
Κι όμως λιγόστευα, όλο λιγόστευα, θα έφταιγε η προσπάθεια να κατανοηθώ
Η διαρκής προσπάθεια του αγράμματου
Αδέξιας μεταγλώττισης του θαύματος
Λόγια αρσενικά για έννοιες θηλυκές, τ’ αλφάβητα των όντων απειράριθμα, ποιος βρήκε άκρη; Να φύγω απ’ τον καθρέφτη –
(Σε μια διάλειψη του τρέχοντος συλλογισμού
Πρόλαβα να χαϊδέψω αφηρημένα τον αόρατο γατούλη
Έτριξε το ηλεκτρισμένο τρίχωμα που δεν υπήρχε
Ήχος ανήκουστος, από γυαλί που αφήνεται στο ράγισμα
Θυμήθηκα πως είναι πεθαμένος
Ακαριαία επουλώθηκε η μαύρη τρύπα, έγινε άνω τελεία)
Τετάρτη σήμερα
Συνέχισα να σκέφτομαι τα προφανή-
❤❤❤