ΤΟ ΓΟΥΡΙ
Ήταν κάποτε ένας γάτος,
παιχνιδιάρης και κεφάτος,
νέος, κόκκινος, ωραίος,
και ολόμαλλος, βεβαίως,
που τον λέγανε Γουργούρι,
και για συντομία, Γούρι.
Και το Γούρι, ένα βράδυ,
βγήκε έξω, στο σκοτάδι
μες στη μέση στην αυλή,
και νιαούριζε πολύ.
Το ακούσαν κι ήρθαν κι άλλοι,
μικροί γάτοι και μεγάλοι,
άσπροι γάτοι, μαύροι γάτοι,
ήρθαν όλοι τους τρεχάτοι:
Ήρθαν απ’ τα κεραμίδια,
ήρθαν κι από τα σκουπίδια.
Άλλοι είχαν γκρίζες φάτσες
και φορούσαν άσπρες κάλτσες,
Άλλοι ήτανε ριγάτοι,
άλλοι ήτανε βουλάτοι,
τρικολόρε ήταν άλλοι,
κι άλλοι είχαν μαύρο χάλι.
Ήρθε ο Πούκι και το Τζίνι
και η Ψίψη με τη Μίνι,
Ήρθε ο Φούντας με τον Τάκη,
ο Μπελάς, το Καρβουνάκι
Και ο Κάρρι με δυο φίλους
Που ’τανε γεμάτοι ψύλλους.
Ήταν δώδεκα και κάτι,
ήταν δώδεκα κι οι γάτοι
Και το Γούρι συναντήσαν,
«τι συμβαίνει;» το ρωτήσαν.
Κι αυτό είπε: «γεια σας γάτες,
γάτοι, φίλοι, συνεργάτες!
Πήγα βόλτα ως τη Χαλκίδα,
κι ήρθα να σας πω τι είδα:
είδα μια χιονάτη γίδα
και μια μαύρη κατσαρίδα,
είδα μια σπασμένη βίδα,
μια μαρίδα, μια γαρίδα,
είδα και μια Γερμανίδα
που’ τρωγε μια συναγρίδα,
είδα και μια καταιγίδα –
πο, πο τι πολλά που είδα!»
«Πο, πο, τι πολλά που είδες,
πες μας κι άλλα για γαρίδες,
για σφυρίδες, καραβίδες,
συναγρίδες και μαρίδες!»
Νιάου, νιάου, όλοι οι γάτοι,
νιαουρίζαν ορεξάτοι.
Νιαρρ, κακό και φασαρία,
και ξυπνήσαν μια κυρία
-τη χοντρή κυρά Μαρία,
που την έπιασε υστερία
κι άρχισε να ξεφωνίζει,
να τσιρίζει και να βρίζει:
«Ουστ! Δεν τις μπορώ τις γάτες,
ουστ και ξου, πανάθεμά τες!
Ουστ και ξου, που να σας βράσω!
Θα σας γδάρω αν σας πιάσω!
(Ευτυχώς, γάτες και γάτοι, ήταν πια όλοι φευγάτοι!)