Το νησί υπήρχε μόνο σε έναν παλιό ναυτικό χάρτη Ήταν ένας λεκές (από καφέ; αίμα; κρασί;) που είχε ξεραθεί μεσοπέλαγα, σε σχήμα μισής σάμου. Έμοιαζε προϊστορικό.
Σκέφτηκα πως μάλλον θα είχε δημιουργηθεί κι αυτό τότε που κρακελάρισε, έσπασε και καταβυθίστηκε η Παγγαία, για να αναδυθεί πάλι, αμέσως μετά, σε μικρά και μεγάλα θραύσματα.
Το κοίταξα από πιο κοντά, μ’ ένα μεγεθυντικό φακό. Όπως είχα υποθέσει λεγόταν 11 και φαινόταν επικίνδυνο: οι ακτογραμμές του ήταν όλο θηλυκές υπεκφυγές, κόλπους και κολπίσκους.
Το κεντρικό του λιμάνι είχε το όνομα ½ , εξαιτίας των περίεργων κτισμάτων της προκυμαίας που ήταν όλα ημικυκλικά και παρατεταγμένα ανά δύο, με θέα το ένα στα τριγωνικά παράθυρα του άλλου (για τον φόβο των πειρατών, υποθέτω).
Υπήρχε επίσης μια προβλήτα / κυματοθραύστης για απογευματινούς περιπάτους, που προχωρούσε για 4,5 μιλιμέτρ στριφογυριστά στη θάλασσα και κατέληγε σε γραφικό φάρο – αλλά δεν υπήρχαν άλλες λεπτομέρειες νησιού (π.χ. λιμεναρχείο, τελωνείο, αρπακτικοί γλάροι και μυρωδιά κατραμιού, σκόρδου ή βενζίνης). Οι ελλείψεις αυτές δεν ενοχλούσαν καθόλου, αντιθέτως, θα έλεγα, βοηθούσαν στην ανάπτυξη του τουρισμού.
Πράγματι το λιμάνι, ευρύχωρο και καλά προστατευμένο, παρουσίαζε πάντα (ή τουλάχιστον όση ώρα το κοίταζα) μεγάλη κίνηση – καθώς ήταν και το μοναδικό σε απόσταση πολλών ναυτικών μιλιμέτρ. Πηγαινοέρχονταν συνέχεια κάθε λογής πλεούμενα: κορβέτες, ταχύπλοα, φελούκες, πιρόγες, κρουαζιερόπλοια, τρεχαντήρια, φουσκωτά με εξωλέμβιο, βενζινάκατοι, καΐκια, χάρτινες βαρκούλες, φρεγάτες, τρικάταρτα, μαούνες, ατμόπλοια, τριήρεις και ζωγραφιστά καράβια με καπνό από μουτζουρωμένο μπαμπάκι στα φουγάρα.
Έσκυψα πιο πολύ, θέλοντας να ταχτοποιήσω κάτι σανίδες σέρφινγ που μόλις είχαν υλοποιηθεί σε λάθος μεριά, και βρέθηκα ξαφνικά στην θάλασσα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς βρέθηκα, γιατί ήμουν πολύ πιωμένος. Θυμάμαι πως προσπαθούσα να ξεφύγω από δυο ψαρογυναίκες – από αυτές με το ψαρίσιο κορμί, που έλεγε ο Καραγάτσης – που ήθελαν να με ξετυλίξουν απ’ τον χάρτη και να με τραβήξουν στο θαλάμι τους. Η μια, είχε λάγνο βλέμμα ροφού, η άλλη είχε έναν ολόκληρο φυκιώνα στο κεφάλι.
Εικάζω πως μάλλον κατάφεραν να με πιάσουν, γιατί μια ενδιάμεση εικόνα που θυμάμαι είναι τελείως σκοτεινή και χωρίς λεζάντα.
Μετά είδα την αιφνίδια λάμψη ενός μεγάλου μαχαιριού με πριονωτή λάμα κι ένιωσα δυνατά χέρια να με αρπάζουν και να αρχίζουν να μου αφαιρούν με ανατριχιαστικά σκρατς τα λέπια. Έφτυσα, μαζί με τα εντόσθιά μου, το αγκίστρι σε σχήμα γόπας που είχα καταπιεί, κι άκουσα αυτή με τον φυκιώνα στο κεφάλι να τσιρίζει: «Το αλάτι, το αλάτι!».
Τότε, αποφάσισα πως έπρεπε γρήγορα να αποστασιοποιηθώ από το περιστατικό. Ήταν εύκολο, τσαλάκωσα τον χάρτη.
Αμέσως, ξέχασα για πάντα και το ανώνυμο νησί και τον φακό και τις ψαρογυναίκες και το λιμάνι ½ με τα σκάφη και τα κτίσματα.
Μια πανσέληνος ανέβηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, συρίζοντας, στον αθέατο ουρανό.
Ακολούθησε απόλυτη σιωπή. Ένας, επίσης αθέατος, καραβόσκυλος γάβγισε πέντε – έξι φορές, πνιχτά, με μπουρμπουλήθρες. Ύστερα σώπασε κι αυτός.