ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΑ
Δύο η ώρα. Τι μου θυμίζει; Ναι:
Το μαύρο που υπήρξα, εκείνο το αχειροποίητο, που υπήρξα
Για μια ελάχιστη στιγμή, την απερίγραπτη, πριν απ’ τη σύλληψη
Πριν ξεκινήσει το λευκό
Με το ιλιγγιώδες φάσμα των χρωμάτων όλων να μ’ απορροφά ξανά- Ναι
Αυτό το μαύρο που υπήρξα, το αναγνωρίζω-
Κι ας δέχτηκε πλέον το σχήμα κι ευλογήθηκε ως Νύχτα
Δόκιμη, μια από τις χιλιάδες
Στο αφορισμένο τάγμα των εικονομάχων – το αναγνωρίζω
Τώρα να οδοιπορεί σεβαστικά
Ανάμεσα στα κυπαρίσσια τα ορθόδοξα
Από τον βυθισμένο κόσμο ως τα ύφαλα
Ένθεων αντικατοπτρισμών, το νιώθω να αγωνιά
Να συναντήσει θαύμα προς τον όρθρο –
Και αν το συναντήσει, Μουσική ή Λόγο, να αγωνιά
Ως να το διακρίνει να εξακτινώνεται
Με τ’ αργυρά και τα χρυσά τα νήματα τυλίγοντας και ξετυλίγοντας
Το χάος από τον ένα εαυτό στους άλλους
Πότε με δίεση πότε με μια μικρή ανορθογραφία
Να γεφυρώνει χάσματα, από το άγνωστο στο άγνωστο
Και να πυκνώνει
Μέχρι να ξαναγίνει εκείνο
Το μαύρο που υπήρξα μια στιγμή
Πριν τα χαράματα
Δύο η ώρα –