Αρχή του νέου χρόνου, έτη τόσα απ’ τον Κατακλυσμό ή την Εγείρα
Μα ποιος μετράει τον χρόνο,ποιος τα νερά, ποιος τη σισύφεια πορεία
Του άθλιου προσκυνητή, του έντρομου
Του σαρκοφάγου, του κανίβαλου
Και ποιος τις σπείρες και τους λαβυρίνθους της εξέλιξης
Κι όλες τις λάθος θεωρίες όλο λάθος;
Ο νέος χρόνος προς ή ο από;
Άραγε πλησιάζουμε
Κάπου, ποιος ξέρει πού
Ή μήπως οπισθοχωρούμε;
Κι ίσως βρεθούμε πάλι σε, ποιος ξέρει ποια
Σημαδιακή, ανύπαρκτη,
Χαμένη, επινοημένη, άσχετη χρονολογία;
Καμία βεβαιότητα-
Όμως, πρέπει να υπάρχει πάντα μια αφήγηση
Λοιπόν, αρχή του νέου χρόνου, όπως πάντα
Κι έλα ξανά να δώσουμε λογαριασμό
Να μετρηθούμε, οι καλές μας πράξεις κι οι κακές:
Λοιπόν, εγώ τι έκανα; Μονάχα
Ελέησα λίγο νερό την τριανταφυλλιά
Λάδι, μια στάλα, τον τριγμό της πόρτας προς τα έξω
Έπνιξα βόμβο από λέξεις ενοχλητικές
– άμορφα πλάσματα ακόμα με φτεράκια διάφανα
Που στροβιλίζονταν στο σκοτεινό τον νου μου, πάμφωτες
Ποθώντας και να ειπωθούν, μα και
Ν’ αναλυθούν σ’ άνεμο δυνατό που τίποτα να μην αφήσει όρθιο-
Επίσης, πάλι κρυφοκοίταξα και είδα
Πως ήταν κάθε βότσαλο και άγαλμα
Και κάθε πέτρα και ναός
Και κάθε λόγος ύπαρξη
Και κάθε άνθρωπος δυνάμει ζώο αγαθό
Τροφή από τη σάρκα, την ψυχή κι ό, τι θεός μεταβολίζει
Επίσης, πάλι
Ένιωσα ζήλεια κι έπαρση κι οργή και αλαζονεία
Επειδή, ερήμην
Με δέχεται, με συμπεριλαμβάνει ανέκαθεν
Αυτό που αγνοώ και ευλαβούμαι, επειδή
Στο μαύρο συγχωνεύονται εγκαίρως
Κάθε παρόμοιου συλλογισμού η συνοχή
Κι οι αριθμοί των Κυριακών κι όλα τα γράμματα-
Τι άλλο;
Α, ναι: σκέφτηκα πάλι ν’ αμαρτήσω
Και ας μην έβρισκα την αμαρτία πουθενά-
(Τελικά, ποιες είναι οι καλές ποιες οι κακές οι πράξεις;
Ίσως οι πράξεις-)-
Αυτά λοιπόν. Καλή χρονιά. Εσύ;