Είμαι παιδιόθεν αφοσιωμένος στην τέχνη της γραφής. Μόλις έμαθα και τα 24 γράμματα, άρχισα αμέσως να γράφω λογοτεχνία, καθώς ήταν η μόνη μοναχική ενασχόληση που δεν ενοχλούσε κανέναν: ούτε έκανε φασαρία ούτε λέρωνε – ούτε και στοίχιζε πολύ.
Μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι η λογοτεχνία ήταν, εκτός των άλλων, και ένα εξαιρετικό μέσον για να ζεις μιαν άλλη, κρυφή, παράλληλη ζωή, ικανοποιώντας ατιμώρητα όλα τα πάθη σου.
Παραδείγματος χάριν, εγώ είχα δολοφονικά ένστικτα. Εντάξει, δεν υπήρχε πρόβλημα, έκανα όσα εγκλήματα ήθελα. Ο κίνδυνος να με πιάσουν ήταν αμελητέος (είχα υψηλό δείκτη νοημοσύνης και άριστη σωματική διάπλαση). Σκεφτόμουν όμως την ρήση του Ουάιλντ: «δεν αξίζει να κάνεις κάτι που δεν θα μπορείς να το διηγηθείς μετά», και μου έπεφταν τα φτερά. Ευτυχώς, γρήγορα κατάλαβα ότι στην πραγματικότητα εννοούσε: «που δεν θα μπορείς να το γράψεις μετά».
Τότε, μάλιστα, αξίζει. Και αξίζει πολλά… Αν είσαι καλός και στις δημόσιες σχέσεις, εκτός από την αναγνώριση των ομότεχνων, κερδίζεις και λεφτά. Λ.χ. το πρώτο κιόλας βιβλίο μου, μού απέφερε αρκετά (εκτός από συγγραφικά δικαιώματα, πήρα και τα πορτοφόλια των ηρώων μου). Λεγόταν «Χωρίς Άλλοθι», αναφερόταν σε έξι εγκλήματα, και ήταν τέλειο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, εφόσον, πριν το εκδόσω, το είχα ελέγξει προσωπικά σε κάθε στάδιο.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ας πούμε, πήρα λεωφορείο για Τρίκαλα, όπως ακριβώς το έγραψα μετά, κατέβηκα στην Καρδίτσα, και μετά έκανα ωτοστόπ σε μια νταλίκα μέχρι τα Σκόπια. Εκεί, αφαίρεσα το μουστάκι μου και διανυκτέρευσα στο «Τριανόν», δίνοντας στη ρεσεψιόν την ταυτότητα του νταλικέρη. Την άλλη μέρα, αλλάζοντας διαρκώς μεταφορικά μέσα, επέστρεψα στην Αθήνα, φόρεσα το ριγέ ταγεράκι και την περούκα της μητέρας μου και πήγα με το μετρό στο αεροδρόμιο, στις γυναικείες τουαλέτες, όπου και δολοφόνησα με σπρέι για κατσαρίδες την καθαρίστρια – που ούτε καν έμαθα πώς την έλεγαν, γιατί είχε ξηλωθεί το καρτελάκι από την στολή της. Αν ρωτάτε, δεν ένιωσα καθόλου τύψεις. Αντιθέτως, ένιωσα πως είχα κάνει κάτι καλό, απαλλάσσοντας έναν συνάνθρωπο από τα βάσανα: φαινόταν καθαρά πως ήταν μια δυστυχισμένη γυναίκα που η πεθερά της τη μισούσε, και υπέφερε από κιρσούς, ψωρίαση και αδιάγνωστη ακόμα ηπατίτιδα Β. Δεν θα έλειπε σε κανέναν , όπως και τα υπόλοιπα – πάντα τυχαία επιλεγμένα- θύματα.
Την ίδια μέθοδο ακολούθησα και για την συγγραφή των επόμενων πέντε κεφαλαίων – δεν θέλω να σας κουράσω τώρα αφηγούμενος πώς πέταξα ένα καντηλανάφτη από το τρένο, καθώς αυτός χασμουριόταν ανύποπτος, ούτε πώς έπνιξα σε ερημική παραλία μια άγνωστη ποιήτρια με την πετσέτα της, ούτε πώς εξαφάνισα έναν Αφγανό τουρίστα στον άπατο κόλπο του Αγίου Νικολάου, ούτε πώς έκλεισα τον χασάπη μέσα στον καταψύκτη του, ούτε, τέλος, πώς προκάλεσα ηλεκτροπληξία στον αναπληρωτή υφυπουργό του Υπουργείου Ανεργίας, μεταμφιεσμένος σε άνεργο υδραυλικό.
Το μυστικό της επιτυχίας αυτού του βιβλίου ήταν αυτή η ιδιοφυής σύλληψη: τα εν λόγω εγκλήματα εκτός από άλλοθι, δεν είχαν ούτε και κίνητρο.
Δεν αναφέρω τα άλλα 14 βιβλία που εξέδωσα μετά, γιατί ήταν ποιητικές συλλογές που υλοποίησα μόνον εξαιτίας του πάθους του αλκοολισμού, και μου ικανοποίησαν μόνο το πάθος της κλεπτομανίας – πάθη εντελώς συνηθισμένα. Θέλω όμως να αναφέρω το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, το Fuck them all, ένα μυθιστόρημα σε μέγεθος Βίβλου, με σεξ, βία και πολιτικά μηνύματα. Φυσικά είχα δοκιμάσει κι εδώ από πριν, προσωπικά, όλες τις ευρηματικές, πολύπλοκες, λεπτεπίλεπτες διαστροφές που περιέγραφα (όλες, εκτός από την σαδομαζοχιστική σκηνή με τον απινιδωτή στην διαδήλωση, γιατί δεν μου το επέτρεπε πλέον η ηλικία μου).
Και αυτό το βιβλίο πάντως διακρίθηκε, τιμήθηκε μάλιστα με έπαινο από τον Φιλολογικό Σύλλογο Συνταξιούχων του Τ.ΑΠΕ. ΔΕ Α.Λ.
Αλλά, δεν θα μακρηγορήσω άλλο: πρέπει να επιστρέψω στο βιβλίο που γράφω τώρα, με προσωρινό τίτλο «Καλή Αντάμωση», και έχω να δοκιμάσω άλλους 42 τρόπους αυτοκτονίας.
Εξ ονόματος του αυτόχειρος συγγραφέως Μισέλ Ιορδάνογλου, Π. Π.