Αυτή τη φορά, στο πνεύμα των ημερών, η στήλη μας ασχολείται με την έννοια των Εορτών – αλλά θα είναι ελλιπής: παρατήρησα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι στην κατηγορία των Δοκιμαζόμενων, δηλ. των νεώτερων, δεν υπάρχουν ποιήματα που να ασχολούνται με το θέμα. Βεβαίως δεν έχω εντρυφήσει σε όλες τις χιλιάδες βιβλίων των νέων ποιητών, που κυκλοφορούν, αλλά σ’ αυτά (τα πολλά) που έχω διαβάσει δεν βρήκα ούτε ένα! Υποθέτω πως (και) αυτό είναι ένα από τα σημεία των καιρών…
Παραθέτω λοιπόν μόνο ποιήματα Δόκιμων και Δοκιμασμένων (και αλλοδαπών – αντίστοιχων εποχών).
ΔΟΚΙΜΟΙ
Ας αρχίσουμε από έναν ποιητή των βυζαντινών χρόνων –βεβαίως εκτός συναγωνισμού. Προσέξτε με τι ποιητικό τρόπο «αφηγείται» το στόρυ της Γέννησης – πιο σουρεαλιστικά και από τον Απολλιναίρ, που ανθολογείται κι αυτός στο τέλος…
-
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ (από το κοντάκιο των Χριστουγέννων)
Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ * ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν·
τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ * ηὕραμεν, δεῦτε λάβωμεν
τὰ τοῦ παραδείσου * ἐντὸς τοῦ σπηλαίου·
ἐκεῖ ἐφάνη * ῥίζα ἀπότιστος * βλαστάνουσα ἄφεσιν,
ἐκεῖ ηὑρέθη * φρέαρ ἀνόρυκτον,
οὗ πιεῖν Δαυὶδ * πρὶν ἐπεθύμησεν·
ἐκεῖ παρθένος * τεκοῦσα βρέφος
τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθὺς * τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυίδ·
διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο * ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Ὁ πατὴρ τῆς μητρὸς * γνώμῃ υἱὸς ἐγένετο,
ὁ σωτὴρ τῶν βρεφῶν * βρέφος ἐν φάτνῃ ἔκειτο·
ὃν κατανοοῦσα * φησὶν ἡ τεκοῦσα·
«Εἰπέ μοι, τέκνον, * πῶς ἐνεσπάρης μοι * ἢ πῶς ἐνεφύης μοι·
ὁρῶ σε, σπλάγχνον, * καὶ καταπλήττομαι,
ὅτι γαλουχῶ * καὶ οὐ νενύμφευμαι·
καὶ σὲ μὲν βλέπω * μετὰ σπαργάνων,
τὴν παρθενίαν δὲ ἀκμὴν * ἐσφραγισμένην θεωρῶ·
σὺ γὰρ ταύτην φυλάξας * ἐγεννήθης εὐδοκήσας
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
*
Μετά από αυτό δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στον σπαραχτικό, ανθρώπινο τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει το θείο συμβάν ο Κώστας Βάρναλης:
-
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (από το ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ)
………………………………………………………………
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
…………………………………………………………………..
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………….
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγουν στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
*
Να και μια γυναίκα ποιητής, πολύ δυνατή. Αυτή αντιμετωπίζει με δέος το γεγονός και προσπαθεί να το «κατανοήσει» διαφορετικά.
-
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ
Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της ψυχρής σκληρότητας την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.
Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.
*
Δεν θα πρέπει να λείπει και η απάνθρωπα πικρή «Παραμονή Χριστουγέννων» του Τάσου Λειβαδίτη, γραμμένη στην Μακρόνησο…
-
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
……………………………………………………….
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριμματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
*
Άλλη μια διαφορετική οπτική/ ερμηνευτική του ίδιου σημαίνοντος και σημαινόμενου από άλλον δόκιμο ποιητή:
-
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ, Η ΦΑΤΝΗ
Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται.
Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.
Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.
Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.
Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.
(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).
Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.
Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.
Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.
Τι τώρα, τι πάντα.
Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.
Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.
Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.
*
Και δυο Δόκιμοι, πάλι τελείως διαφορετικοί, από την Κύπρο:
-
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΚΑΡΤΕΣ
Και πάλι λες δεν είναι δυνατό
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.
*
-
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, Ο ΓΗΡΑΙΟΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΑΓΩΝ
Τώρα που είναι τα λιβάδια σκεπασμένα
πρόσχαρους ήλιους και τα λούλουδα είν᾽ ολάνθιστα
με τρυφερά πουλιά, ελάτε οι μέρες του Μαγιού
να προσκυνήσουμε απάνω στ᾽ άλογά μας
το νιόβλαστο Σωτήρα. Μην τη φοβηθούμε,
λέω την Αγάπη, μόλο που τα δώρα της
θωρώ αφημένα στο σανό. Άλλωστε, Κύριε,
στης αδειανής ψυχής μας την κασέλα
ελάχιστος πια πόνος απομένει.
Και ξέρεις που εγώ, σαν ο πιο γέρος
από τους τρεις εκείνους του παραμυθιού,
φόρεσα τα καλά μου και τη σμύρνα μου
για τ᾽ άχραντο ποδάρι σου. Και ξέρεις που εγώ,
ντυμένος αυτοκράτορας Μανουήλ,
κατέβηκα από τ᾽ άλογο.
Κύριε, σώσε
το βασιλέα σου και δώσ᾽ μου τα καλύτερα
του κόσμου κυνηγάρικα σκυλιά.
*
ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΟΙ
Στην τελευταία (κατά τα φαινόμενα) γενιά που την αγγίζει το πνεύμα των ημερών, έχει ήδη εισχωρήσει η μοναξιά. Ο Μιχάλης Γκανάς, μέσα σ’ αυτή την μικρή προσωπική του ιστορία, εντοπίζει ήδη τον μοναξιασμένο άνθρωπο, τον ήδη εκτός της θαλπωρής της «παραδοσιακής ατμόσφαιρας»:
-
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θα ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
……………………………………………………….
*
Και ο Αναστάσης Βιστωνίτης, παρόλο που δεν έχει ζήσει πολέμους, εξορίες, κατοχή, εισπράττει κι αυτός το νόημα των εορτών καχύποπτα και επιφυλακτικά:
- ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΕΟΡΤΗ Άχρηστα αστέρια έδειχναν το δρόμο,
σπάραζε στο σκοτάδι ένας εφιαλτικός Χριστός,
η Παναγία χανόταν μες στη νύχτα —
σκισμένος ουρανός στα τέσσερα.
Στο ξύλο το χρυσό καρφί,
στο στόμα ματωμένο ασήμι.Ποιος θα νικήσει αυτή τη νύχτα
τα παγωμένα στιλέτα του βοριά;Στο στήθος μου κυκλοφορούσε μια λόγχη.
Ένα κίτρινο ποτάμι πνίγει τις φωνές.
Το σκοτάδι μαύρο ντουφέκι
στο κρανίο μου.
Η μουσική φωτεινό σπαθί
στο πρόσωπό μου.
Η νύχτα σκοτεινό χαρτί —
σβησμένο κάρβουνο η ψυχή της. Μένει το αίμα στην έξοδο.
Εκεί καραδοκεί ο προδότης.
Θα ’ναι μια θανάσιμη γιορτή.
Άγγελοι από ατσάλι θα με τσακίζουν.
*
Τέλος, και ο Γιάννης Βαρβέρης, ρίχνει μια λοξή ματιά στις εορτές και ανατρέπει τα πάντα:
-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, ΙΔΕΩΔΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Αμνός γεννάται
δοξάσατε
το βρέφος ψήνεται
στον οβελία.
Συγγενείς απορούν
ανάμεσα στο θηλασμό
και το φαγοπότι.
Τσότρες κρασί
κυκλοφορούν στον ώμο
νοσοκόμων
για ευωχία μετάγγισης.
Χριστούγεννα στο νεκροθάλαμο
και Πάσχα στη θερμοκοιτίδα.
Τι βολικά δυσνόητες οι γιορτές
χωρίς το θαύμα.
Και – λάθος μου! Υπάρχουν και ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΟΙ, νέοι ποιητές που εμπνέονται κι αυτοί από το πνεύμα των ημερών! Σπεύδω να επανορθώσω – παραθέτοντας ολόκληρο το ποίημα που μας έστειλε ο Νικόλας Ευαντινός, εκπροσωπώντας την γενιά του …
ΙΙΙ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΟΙ
ΝΙΚΟΛΑΣ ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ
Ανήμερα Χριστούγεννα, ώρα πρώτη πρωινή.
Πάντα λευκός ο σκύλος μου, πάντα λευκός
κοιμάται κάτω από την σιδερένια σκάλα
που οδηγεί στην κρυψώνα του Ιακώβ
ονειροπολώντας με φρουρεί απ’ το κακό το μάτι.
Χαμογελώ καθώς δεν χωρά παραφωνίες η κλίνη μου
γυναίκα και γιος κοιμούνται εκεί αγκαλιασμένοι
κι έτσι άγρυπνος
ανήμερα Χριστούγεννα, ώρα πρώτη πρωινή
ενώ σε άλλες χώρες ψυχρότερες
παιδάκια καρδιοχτυπούν προσμένοντας τον Santa
εγώ αλλόκοτα εντοιχισμένος στην μόνη Ορθοδοξία
εκείνη της Ποίησεως, ομολογώ εν βάπτισμα
σε τούτους δω τους στίχους
πως Γιώργο Μαρκόπουλε σε βλέπω μπρός μου!
Ο ουρανός στα μάτια σου φαντάζει δανεικός
από εκείνους που τ’ Αστέρι
δεν ακολούθησαν μα κυνήγησαν
δεν υπήρχε για δαύτους άλλος δρόμος.
Δώσανε λοιπόν τον ουρανό στα μάτια σου
Γιώργο Μαρκόπουλε μάγοι : κέρδισαν
με το σπαθί της ταπεινότητάς τους το ταξίδι,
ναυαγιστές, οδηγημένοι στο χείλος του κρεβατιού
από ντροπή στην διπλανή τους γυρισμένη πλάτη
την πάντα σοφή. Από αυτούς ο ουρανός στο βλέμμα
και το βάθος. Είμαι σίγουρος πια.
Και το λευκό στα γένια σου, σου το ΄χουν χαρισμένο
τα χιόνια των Ανωγείων όταν σε καλοδέχτηκαν αμίλητα
να μιλήσεις προσκεκλημένος τω καλώ αντρώ
τότε που έμοιαζες με τον βοσκό στα όρη
του κυρ Αλέξανδρου από το Όνειρο στο Κύμα
πάω στοίχημα πως αναπολείς την φύση της Μεσσήνης
στους νυχτερινούς σου περιπάτους
από το μπαλκόνι σου ως τον αστερισμό του Αντάρη
και το λευκό της κόμης σου το ΄χει παντοτινά δοσμένο
το πατρικό το χάδι το ανεξάλειπτο
από τα χρόνια της φτώχειας και της συγκίνησης
της χαραγμένης στον απόηχο όσων οι νεκροί σου
τραγούδησαν και μίλησαν και σιώπησαν.
Λευκό του αργαλειού λινάρι, λευκό
του ταλκ απ’ το κουρείου του πατέρα σου
έχουν στα γένια και στα μαλλιά σου καθίσει
Γιώργο Μαρκόπουλε.
Κι έχεις απ’ ό, τι μπορώ να δω
μια μικρή σφεντόνα αυτοσχέδια πάντα αυτοσχέδια
στα παιδικά χεράκια σου πάντα παιδικά
σφιχτά κλεισμένη και είναι το δικό σου
Σύμβολο της Πίστεως:
πόσες μικρές απλές λέξεις που όλο εκσφενδονίζεις
κανονικές και ποιος να περίμενε τόσες καταστροφές
στα τζάμια των καθεδρικών της κανονικότητας
τα χαλίκια που δεν γεμίζουν τα μάτια να φοβάστε
και πότε προλαβαίνεις και πώς τα καταφέρνεις
από σφεντόνα σφιχτά κλεισμένη
τέτοια να σπέρνεις βουνά και να αλλάζεις
τα τοπία των δρόμων και των οδών
που όλοι καβαλούν αδιάφορα κι ανέγνωρα.
(Προς αποφυγή παρανοήσεων: δεν μιλώ για την γλώσσα σου.
Θα χρειαζόντουσαν διατριβές επί διατριβών για να αναλυθεί
πώς τα χαμένα κομμάτια κάποιου ονείρου
είναι εκείνα που το κάνουν όνειρο.)
Ανήμερα Χριστούγεννα, ώρα πρώτη πρωινή
ο σκύλος μου λευκός , πάντα λευκός
βαριανασαίνει στον ύπνο του απ’ την πολλή αγάπη
και εσύ με κοιτάς σαν τον φίλο που πρέπει να αφήσω
μονάχο στην αλάνα.
Εμπρός λοιπόν Γιώργο Μαρκόπουλε!
Άνοιξέ μου το παράθυρο κι εδώ από τον τέταρτο
να ξεχυθώ στο γιορτερό κρύο των ανθρώπων,
των γλεντιστών Εκείνου
που θα γίνει μνήμης σταγόνα,
να αφεθώ στους αιθέρες
της χειροπιαστής ανθρωπιάς
της μόνης ανθρωπιάς
του ψύχους, του καημού, του καθαρμού.
Εσύ μείνε εδώ.
Παντοτινά.
Να κάμεις το σπίτι μου
σαν εκείνα
που πέτρα δεν ραγίζει
Α, κι άλλη μια προσθήκη – αυτή τη φορά από εκπρόσωπο νεότατης γενιάς: από την (πολλαπλώς) δοκιμαζομένη 11χρονη Μάντυ, κόρη της αλλοδαπής βοηθού μιας συνεργάτιδας του Περί Ου.
Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα, Χριστέ
Γιατί δεν γεννιέσαι πια
Γεννιόμαστε εμείς
Σε σπηλιές στα σύνορα
Ανάμεσα στις νάρκες
και σε βάρκες που βουλιάζουν
Το αφιέρωμά μας στις εορτές ολοκληρώνουν (;) τέσσερις Δόκιμοι από άλλο τόπο κι άλλο χρόνο – πιο διάσημοι από τους ημεδαπούς- , που αποδίδουν κι αυτοί, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, την όποια ιδιαιτερότητα αυτών των ημερών στη χώρα και στην εποχή τους:
-
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ, Χριστούγεννα
Γεννιέται ένας Θεός. Άλλοι πεθαίνουν. Η αλήθεια
ούτε ήρθε, ούτε υπήρξε: το λάθος άλλαξε
έχουμε τώρα μια ανταλλάξιμη αιωνιότητα
κι ήταν πάντα καλύτερο αυτό που συνέβη.
Τυφλή γνώση οργώνει το άχρηστο χώμα
τρελή πίστη ζει της λατρείας το όνειρο.
Ένας νέος Θεός είναι μόνο μια έκφραση,
κι αυτό είναι όλο.
Μην ερευνάς, μην εμπιστεύεσαι:
όλα είναι άλυτο αίνιγμα
*
-
ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ, Φτάνουν Χριστούγεννα
Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή
κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα:
Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:
Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα.
Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει·
το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό·
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:
Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
Κόπιασε άνεμε, εκεί έξω πως αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις.
*
-
ΓΚΙΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ, Λευκό χιόνι
Άγγελοι Άγγελοι στον ουρανό
Ο ένας ντυμένος αξιωματικός
Ο άλλος μάγειρος
Κι οι υπόλοιποι το ρίχνουν στο τραγούδι
Φιλόκαλε αξιωματικέ του ουρανού
Ύστερ’ απ’ τα Χριστούγεννα
Άνοιξη τρυφερή θα σου φέρει
Ήλιο λαμπρό
Να σε παρασημοφορήσει
Ήλιο λαμπρό
Ο μάγειρας ξεπουπουλιάζει μια πάπια
Αχ πέφτει το χιόνι
Χιόνι χιόνι πια
Και δεν έχω την αγάπη μου αγκαλιά
(μτφ. Ν. Σπάνιας)
*
-
ΓΙΟΖΕΦ ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ, 24 Δεκεμβρίου 1971
Τα Χριστούγεννα είμαστ’ όλοι μάγοι λίγο πολύ.
Στα μπακάλικα χώνονται και σπρώχνουν.
Χαλβά με γεύση καφέ ζητούν ένα κουτί,
το ταμείο πολιορκούν, μαλώνουν,
ένα πλήθος φορτωμένο πακέτα χιλιάδες
είναι μαζί και γκαμήλες και βασιλιάδες.
Δίχτυα, τσάντες, χαρτοσακούλες και ό, τι άλλο,
Καπέλα, γραβάτες, στραβά φορεμένα.
Μυρωδιά από βότκα, ρετσίνι, μπακαλιάρο,
μανταρίνια και μήλα με κανέλα φτιαγμένα.
Χάος προσώπων, κλειστοί είναι οι δρόμοι
προς τη Βηθλεέμ, φραγμένοι από χιόνι.
Κι οι φέροντες φτωχικά δώρα
στα λεωφορεία πηδούν, τσακίζονται στην πόρτα
την κλειστή, χάνονται σε λάκκους στις αυλές
κι ας ξέρουν τώρα πια πως η φάτνη είναι αδειανή:
ούτε ζώα ούτε παχνί ούτ’ Εκείνη
που χρυσό ένα φωτοστέφανο τη ντύνει.
Άδειο. Όμως να τη σκεφτείς φτάνει
και βλέπεις ξαφνικά φως απ’ το πουθενά.
Να ’ξερε ο Ηρώδης πως όσο η δύναμή του αυξάνει
τόσο πιο αληθινό, πιο αναπόφευκτο το θαύμα θα ξεσπά.
Ο αδιάλειπτος αυτός δεσμός
είναι των Χριστουγέννων ο βασικός μηχανισμός.
Κι αυτό γιορτάζουν σήμερα παντού
κι όπως πλησιάζει η Εορτή
ενώνουν τα τραπέζια. Δεν απαιτούν
ακόμα τ’ άστρο, αλλά η θέληση η αγαθή
φαίνεται στους ανθρώπους από μακριά
κι οι ποιμένες συδαυλίζουν τη φωτιά.
Το χιόνι πέφτει, δεν καπνίζουν, σαλπίζουν
στη στέγη οι καμινάδες. Τα πρόσωπα ένας λεκές όλα.
Ο Ηρώδης πίνει. Οι γυναίκες τα μωρά τους κρύβουν.
Ποιος θα ΄ρθει; Κανείς δεν ξέρει τώρα:
το σημάδι δεν μας το ΄παν κι οι καρδιές μας ίσως
τον νιόφερτο να μην αναγνωρίσουν.
Όμως όταν στο κατώφλι διασκορπά
της νύχτας την ομίχλη την πυκνή το ρεύμα,
μια μορφή αναδύεται που πέπλο φορά
με το Βρέφος και το Άγιο Πνεύμα,
τη νιώθεις, δεν ντρέπεσαι, το μέσα σου χαίρει,
κοιτάς τον ουρανό και βλέπεις τ’ αστέρι.
(μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)