Το όνομά της ήταν Ευρυδίκη, αλλά όλοι την φωνάζαμε σκέτα θεία. Κοντούλα, μ’ ένα απροσδιόριστο σουλούπι, σπάνια έβγαινε έξω κι ακόμα πιο σπάνια τη θυμάμαι ντυμένη με κάτι άλλο εκτός από μια μαύρη ριχτή ρόμπα. Λεπτές βαθιές ρυτίδες σε όλο το πρόσωπο με δέρμα λευκό σαν ρυζόχαρτο. Το χέρι της ήταν απαλό όταν το φιλούσα Χριστούγεννα και Πάσχα για να πάρω το απαραίτητο χαρτζιλίκι που τώρα πια ξέρω ποιος το έδινε.
Ήταν η σύζυγος του άτεκνου θείου Γιώργου κι ευεργέτη μας που είχε ένα μηχανουργείο γωνία Φράγκων και Δωδεκανήσου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έβαλε τον πατέρα μου διευθυντή λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος όταν αυτός γύρισε από το Παρίσι και παντρεύτηκε.
Παλιά ζούσαν στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο Θεσσαλονίκη στην Ομόνοια. Συχνά τους επισκεπτόμασταν οικογενειακώς και ήταν ένα μυστήριο τότε για μένα η διαμονή τους σε κάτι που δεν ήταν σπίτι. Τα καλοκαίρια παραθέριζαν στην Κηφισιά ή στο Χαλάνδρι. Πάλι σε ξενοδοχείο.
Στον πρώτο όροφο γωνία Τσιμισκή και Σχολείων ήταν το διαμέρισμα όπου μεγάλωσα. Από την αρχή είχε χωριστεί σε δύο κατοικίες γιατί όταν πέθανε ο θείος εκείνη μετακόμισε μαζί μας. Εγκαταστάθηκε στο πίσω μέρος που έβλεπε στη Σχολείων, Ικτίνου τώρα, κι εμείς πήραμε το μπροστινό πάνω στην Τσιμισκή. Δυο δωμάτια και το μεγάλο μπάνιο με την μπανιέρα του παλιού καιρού με λιονταρίσια μπρούτζινα πόδια έμειναν στην κατοχή της. Εμείς είχαμε ένα μικρό μπάνιο με χτιστή μπανιέρα που έφτιαξε ο πατέρας και χωριστά το καμπινέ, με μικρό νιπτήρα από έξω, όπως συνηθίζουν στη Γαλλία.
Τα πρώτα χρόνια την βλέπαμε καθημερινά, έτρωγε μαζί μας τα μεσημέρια. Αργότερα δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι. Μας χώριζαν δυο βαριές καρυδένιες δίφυλλες πόρτες.
Στη διαθήκη του ο θείος είχε αφήσει τα πάντα στον πατέρα κι ένα ποσοστό επικαρπία στη γυναίκα του για να έχει τα απαραίτητα όσο ζούσε. Η μάνα συχνά έλεγε πως μετά το θάνατό της το ποσοστό θα έμενε σε μας. Εκείνη είχε κάποιους συγγενείς που την επισκέπτονταν και σπάνια βλέπαμε.
Δεν ξέρω πόσο χρόνων ήταν. Από μικρή πίστευα πως θα κόντευε τα εκατό και συχνά αναρωτιόμουν γιατί δεν πέθαινε να πάρουμε το υπόλοιπο σπίτι και το μεγάλο μπάνιο. Δεν ξέρω τι έκανε όλη μέρα, σε μια εποχή χωρίς τηλεόραση. Ίσως να άκουγε το ραδιόφωνο, γιατί βιβλία δεν διάβαζε ποτέ. Μάλλον της έφερνε την εφημερίδα ο κυρ-Μιχάλης από το ψιλικατζίδικο.
Τα βράδια η μαγείρισσα, λίγο πριν πάει για ύπνο στο μικρό δωμάτιο του ημιώροφου, χτυπούσε το κουδούνι της. Τα καλοκαίρια κάθονταν οι δυο τους στο μπαλκόνι της ως αργά και κουβέντιαζαν. Τις έβλεπα όταν έβγαινα στο διπλανό μπαλκονάκι του αδελφού μου για να κόψω την κίνηση στην Εκάλη, το απέναντι καφενείο.
Όσες φορές έμπαινα σπίτι της, είτε με μια παραγγελία, ή με το μεσημεριανό που της πηγαίναμε ανελλιπώς, στον πάγκο της κουζίνας υπήρχε ένα μπωλ με πέντε δαμάσκηνα που κολυμπούσαν σ’ένα μαυριδερό ζουμί. Ήταν το βραδυνό της.
Καμιά φορά απορούσα. Αναρωτιόμουν πως μπορεί να ζει κανείς με τόσο λίγη τροφή. «Αυτή με τα δαμάσκηνά της θα μας θάψει όλους», έλεγε η μητέρα μου. Έθαψε μόνο τον πατέρα μου. Και την είχαμε στην πλάτη μας για πολλά χρόνια. Όχι πια στο ίδιο σπίτι όμως. Εκείνο το πουλήσαμε έξι μήνες μετά την κηδεία του.