Σχ.2
[…]
Αλήθεια, λέγεται πως με το γιο του Κρόνου,
τον Ποσειδώνα, η Πιτάνη έσμιξε
και θυγατέρα γέννησε μαυρομαλλούσα, την Ευάδνη·
και κάτω απ’ τις πτυχές του ρούχου της
τον κοριτσίστικο του έρωτα καρπό της έκρυψε.
Τον μήνα τον καθορισμένο πια, έστειλε τις θεραπαινίδες της
με εντολή στον ήρωα το γιο τού Ελάτου 3
να δώσουνε το βρέφος για να το αναθρέψει.
Αυτός ήτανε στη Φαισάνη 4 των Αρκάδων άνακτας
και του ’λαχε στου Αλφειού να κατοικεί τον τόπο.
Εκεί μεγάλωσε η Ευάδνη και στον Απόλλωνα υποκύπτοντας
πρωτάγγιξε την Αφροδίτη τη γλυκιά.5
΄Ομως δεν ξέφυγε την προσοχή του Αιπύτου ώς το τέλος
πως του θεού το τέκνο του κρυμμένο είχε μέσα της.
΄Ετσι αυτός, αφού στοχάστηκε πολύ
και στην ψυχή του έπνιξε την άφατη οργή του,
για την Πυθώ6 ξεκίνησε, για να ρωτήσει το μαντείο
για την αβάσταχτη ετούτη συμφορά. Στο μεταξύ εκείνη,
αφού την πορφυρόχρωμη τη ζώνη της απίθωσε
και τ’ αργυρό λαγήνι, κάτω απ’ τις λόχμες τις σκοταδερές
το θεοσέβαστο παιδί γεννάει.
Κι ο χρυσομάλλης7 ο θεός για συμπαράσταση
την τρυφερόκαρδη Ειλείθυια8 τής στέλνει και τις Μοίρες.
Κι από τα σπλάχνα της με ένα κοιλοπόνεμα γλυκό
ήρθε στο φως ο ΄Ιαμος αμέσως.
Εκείνη χάμω τον παράτησε στην ταραχή της μέσα,
μα δύο φίδια που ’χανε αστραποβόλα μάτια
με των θεών τη θέληση τον φρόντισαν και τονε θρέψανε
με τ’ αψεγάδιαστο των μελισσών φαρμάκι.9
Κι όταν ο βασιλιάς πάνω στο άρμα γύρισε
απ’ το βραχώδη τόπο των Δελφών,
όλους μέσα στο σπίτι ρώταγε
για το παιδί που γέννησε η Ευάδνη.
Τους είπε πως του Φοίβου ήταν γιος κι αυτόν είχε πατέρα
κι έμελλε μάντης να γενεί ανώτερος απ’ όλους τους θνητούς,
υπέρτερος απ’ όσους κατοικούν πάνω στη γη,
κι ουδέποτε θε να εκλείψει η γενιά του.
Ετούτα τους ανήγγειλε. Κι εκείνοι ισχυρίζονταν
πως μήτε τ’ άκουσαν μήτε το είδαν το παιδί
που είχε γεννηθεί πριν από πέντε μέρες.
Γιατί κρυμμένο ήτανε μέσα στα σκοίνα
και στους βάτους τους αμέτρητους,
και τ’ απαλό κορμάκι του λουζότανε
απ’ τις ξανθές και ολοπόρφυρες λαμποκοπές των ίων.10
Αυτό το κοινολόγησε η μητέρα του παντού,
ώστε για πάντα έπειτα να φέρει το παιδί
τούτο το όνομα τ’ αθάνατο. Και όταν τον καρπό της ΄Ηβης
της ευφρόσυνης, της χρυσοστόλιστης απόκτησε,11
βγήκε στο ύπαιθρο μία νυχτιά,
κατέβηκε στο μέσο του Αλφειού και τότε κάλεσε
τον Ποσειδώνα τον πανίσχυρο, τον πρόγονό του,
και τον Απόλλωνα, τον τοξοφόρο φύλακα της Δήλου
της θεόκτιστης,12 κάποιο αξίωμα ζητώντας για τον εαυτό του
που στους ανθρώπους να ’ναι χρήσιμο.
Και τότε του πατέρα η μαντική φωνή αντήχησε,
η αδιάψευστη, και του ’πε: « Τέκνο μου, εμπρός,
στη χώρα ας πάμε αυτή που πρόκειται κοινή
για όλους να ’ναι· έλα, τούτο το λόγο μου ακολούθησε».
Και φτάσανε στο βράχο τον απόκρημνο του υψηλού Κρονίου.13
Εκεί, διπλό στον ΄Ιαμο έδωσε θησαυρό της μαντικής·
πρώτα τη δύναμη τότε του χάρισε
ν’ ακούει τη φωνή του που ψεύδος δεν γνωρίζει,
κι έπειτα του παράγγειλε, σαν έρθει ο επινοητής
σχεδίων τολμηρών, ο Ηρακλής,14
των Αλκειδών15 ο μεγαλοπρεπής βλαστός,
και του πατέρα του ιδρύσει εορτή
που πλήθη κόσμου θε να συγκεντρώνει
κι ορίσει τους θεσμούς των μέγιστων αγώνων,
τότε λοιπόν θυσία να καθιερώσει μαντική
στο πιο ψηλό σημείο πάνω στου Δία το βωμό.16
1)Για τον Πίνδαρο, τον κορυφαίο Χορικό ποιητή της ελληνικής αρχαιότητας, βλ. κείμενό μας με θέμα τη λέξη «άνθρωπος» (30/6/2019).
2)Ο Ολυμπιόνικος VI είναι από τους ωραιότερους επινίκιους ύμνους του Πινδάρου, με εικόνες και περιγραφές που συνιστούν εξαίρετα δείγματα της απαράμιλλης τέχνης του (οι στίχοι που εξιστορούν το διπλό ερωτικό ξεπλάνεμα, μητέρας και κόρης, από θεούς πάλλονται από χυμώδη λυρισμό).Ο ποιητής τον συνέθεσε για τον Συρακούσιο Αγησία (φίλο και αξιωματούχο του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα Α΄), ο οποίος νίκησε στην Ολυμπία, περί το 470 π. Χ., με άμαξα που την έσυρε ζεύγος ημιόνων. Ο Αγησίας καταγόταν από το επιφανές γένος των Ιαμιδών, οι οποίοι από παλαιοτάτων χρόνων ήταν ιερείς και μάντεις στην Ολυμπία. Μετά το εγκώμιο του Αγησία στο προοίμιο του ύμνου για τη νίκη του, ο Πίνδαρος αναδεικνύει τον γενάρχη των Ιαμιδών, τον ΄Ιαμο, ξεδιπλώνοντας στους στίχους 49-119 τους οποίους παραθέτουμε, τον μύθο της γέννησής του. Ο ΄Ιαμος ήταν γιος του Απόλλωνα και της ωραίας Ευάδνης, εγγονός του Ποσειδώνα και της νύμφης Πιτάνης που ζούσε στις όχθες του Ευρώτα (το όνομά της πήρε η ομώνυμη κώμη της Λακωνικής), έλαβε δε από τον πατέρα του το χάρισμα της μαντείας και κατ’ εντολή του ίδρυσε το μαντείο της Ολυμπίας.
3)Πρόκειται για τον Αίπυτο (αναφέρεται παρακάτω), βασιλιά των Αρκάδων, ο οποίος έγινε ο θνητός πατέρας της Ευάδνης.
4) Φαισάνη: πόλη της Αρκαδίας.
5)Δηλαδή δοκίμασε για πρώτη φορά τον έρωτα.
6) Πυθώ ήταν το αρχαίο όνομα των Δελφών (ομόρριζο: Πύθων, ο δράκος που φόνευσε ο Απόλλων, εξού το επίθετό του Πύθιος, Πυθία).
7) Χρυσοκόμης (στο πρωτότυπο). Επίθετο του Απόλλωνα.
8)Η Ειλείθυια, όπως έχουμε ξαναπεί, ήταν θεά του τοκετού, συμπαραστάτρια των επιτόκων γυναικών.
9)Ο λόγος για το μέλι. Ο ποιητής το αποκαλεί φαρμάκι (ἰὸς στο πρωτότυπο, που σημαίνει και δηλητήριο, όπως των φιδιών), γιατί με το στόμα τους, απ’ όπου χύνουν τα φίδια το δηλητήριο, έδιναν το μέλι στον μικρό ΄Ιαμο.
10) Το ἴον των αρχαίων, από το οποίο πήρε το όνομά του ο ΄Ιαμος (βλ. τους επόμενους στίχους), ήταν είδος άγριου μενεξέ, ζουμπουλιού ή ίριδας, περιγράφεται δε με διάφορα χρώματα, λευκό, κίτρινο, ερυθρό.
11)Εννοεί το πρώτο τρίχωμα του προσώπου.
12) Κατά τη μυθολογία η Δήλος ήταν ένα άσημο νησί που αρχικά έπλεε στη θάλασσα. Όταν η Λητώ επρόκειτο να γεννήσει τον Απόλλωνα, τον οποίο είχε συλλάβει από τον Δία, περιπλανιόταν καταδιωκόμενη από τη ζηλότυπη ΄Ηρα. Κανένας τόπος δεν την δεχόταν, εκτός από τη Δήλο που δέχτηκε να προσφέρει άσυλο στην επίτοκο και να γίνει η πατρίδα του νέου θεού. ΄Ετσι ακινητοποιήθηκε, και ο Απόλλων ίδρυσε εκεί το πολυξακουσμένο ιερό του.
13)Πρόκειται για τον Κρόνιο λόφο της Ολυμπίας, στην κορυφή του οποίου υπήρχε παλαιότατο ιερό του Κρόνου, του πατέρα τού Δία. Ο τελευταίος, κατά τα λεγόμενα του μύθου, ανέτρεψε τον πατέρα του και τον διαδέχθηκε στην αρχηγία του κόσμου. Η μυθική αυτή διαδοχή αποτυπώνεται και στη λατρεία των δύο θεών στην Ολυμπία. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ο Κρόνος λατρεύτηκε πολύ παλαιότερα από τον Δία, η λατρεία του οποίου πρέπει να εισήχθη στην περιοχή κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής.
14) Η μυθική παράδοση θεωρεί ιδρυτή των Ολυμπιακών αγώνων τον Ηρακλή.
15)Ἀλκεῖδαι= οι απόγονοι του Αλκαίου. Αλκείδης λεγόταν ο Ηρακλής, γιατί ο Αλκαίος λογιζόταν παππούς του, αφού ο γιος του, ο Αμφιτρύων, είχε παντρευτεί την Αλκμήνη, τη μητέρα τού ήρωα που τον απέκτησε από τον Δία.
16)Ο μεγάλος βωμός του Δία στην Ολυμπία, κυκλικού ή ελλειψοειδούς σχήματος, πρέπει να είχε περίμετρο στο κάτω μέρος μεγαλύτερη των 40 μ. και συνολικό ύψος περίπου 7 μ. Αποτελούνταν από δύο επίπεδα: Το κατώτερο, την «πρόθυση», ένα κτίσμα χαμηλότερο όπου έσφαζαν τα θύματα, και το ανώτερο, που σχηματιζόταν από τη συσσωρευμένη ιερή στάχτη. Στην κορυφή αυτού του σωρού ανέβαιναν από την «πρόθυση» με σκαλοπάτια ανοιγμένα στην τέφρα, για να κάψουν μόνο τα μεριά των σφαγίων. Στην παραπάνω αναπαράσταση της αρχαίας Ολυμπίας, ο βωμός απεικονίζεται βόρεια του ναού του Διός (6) και μπροστά από τη μνημειακή ημικυκλικού σχήματος κρήνη-δεξαμενή, τη γνωστή ως Νυμφαίο (14).