29C -30A. […] Aν τώρα εσείς με αθωώσετε μη δίνοντας πίστη στον Άνυτο, ο οποίος υποστήριξε ότι ή δεν έπρεπε καθόλου να παρουσιαστώ ως κατηγορούμενος εδώ μπροστά σας ή, αφού παρουσιάστηκα, δεν γίνεται να μη με καταδικάσετε σε θάνατο, ισχυριζόμενος πως, αν αποφύγω τον θάνατο, οι γιοι σας από τη στιγμή αυτή εφαρμόζοντας όσα διδάσκει ο Σωκράτης, όλοι ολωσδιόλου θα διαφθαρούν ‒ αν λοιπόν απέναντι στα όσα ισχυρίστηκε ο Άνυτος μου πείτε: « Σωκράτη, τώρα μεν δεν θα δώσουμε πίστη στον Άνυτο και σε αφήνουμε ελεύθερο, αλλά υπό τον εξής όρο, να μην ασχολείσαι πλέον με αυτή την έρευνα ούτε να φιλοσοφείς· αν όμως συλληφθείς να συνεχίζεις να κάνεις αυτά, θα φονευθείς»· εάν λοιπόν, όπως είπα, με αθωώνατε με αυτούς τους όρους, θα σας έλεγα ότι εγώ, άνδρες Αθηναίοι, σας έχω στην καρδιά μου και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω περισσότερο στον θεό παρά σε σας και, όσο αναπνέω και έχω δυνάμεις, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να υποδεικνύω σε οποιονδήποτε από σας τύχει να συναντήσω εκείνα που συνηθίζω να λέω· δηλαδή, ω άριστε άνθρωπε, αφού είσαι Αθηναίος, πολίτης της μεγαλύτερης πόλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία και τη δύναμή της, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις πώς θα αποκτήσεις όσο γίνεται περισσότερα χρήματα και δόξα και τιμές, μα για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου, πώς θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη, να μη νοιάζεσαι ούτε να φροντίζεις; Και στην περίπτωση που κάποιος από σας διαφωνεί και ισχυρίζεται ότι φροντίζει, δεν θα τον αφήσω αμέσως [ικανοποιημένος από τα λόγια του] ούτε θα φύγω, αλλά θα τον ρωτήσω και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω και, αν μου φαίνεται ότι δεν έχει καμία αρετή αλλά ισχυρίζεται πως έχει, θα τον ψέξω ότι δίνει ελάχιστη σημασία σ’ εκείνα που είναι ανεκτίμητης αξίας, ενώ αντίθετα μεγαλύτερη στα ευτελέστερα, τα μηδαμινά πράγματα. Αυτά θα κάνω και σε νέο και σε ηλικιωμένο, όποιον τύχει να συναντήσω, και σε ξένο και σε συμπολίτη μου, αλλά περισσότερο σε σας τους συμπολίτες μου, εφόσον μου είστε πλησιέστεροι ως προς την καταγωγή. […]
30C. […] Oύτως εχόντων των πραγμάτων, θα σας έλεγα, άνδρες Αθηναίοι, πεισθείτε στον Άνυτο ή όχι, αθωώστε με ή μη με αθωώσετε, (κάνετε ό, τι θέλετε), μιας και εγώ δεν θα πράξω διαφορετικά, και αν ακόμη πρόκειται να πεθάνω πολλές φορές. […]
30D-31C. […] Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, πολύ απέχω εγώ από το να απολογούμαι για το δικό μου συμφέρον, όπως θα μπορούσε να νομίσει κανείς· αντίθετα, μιλώ για το δικό σας συμφέρον, μην τύχει και πέσετε σε σφάλμα απέναντι στο δώρο που σας έκανε ο θεός, καταδικάζοντάς με. Γιατί, αν με καταδικάσετε σε θάνατο, δεν θα βρείτε εύκολα άλλον άνθρωπο τέτοιον σαν εμένα που να τον έχει ο θεός κυριολεκτικά προσκολλημένο στην πόλη καταπώς ‒ αν και είναι αστείο που θα το πω ‒ σ’ ένα μεγαλόσωμο και ράτσας άλογο που όμως ένεκα του μεγέθους του είναι κάπως νωθρό και του χρειάζεται κάποια αλογόμυγα, κάποιος ντάβανος, για να ξυπνήσει· ακριβώς σαν μια τέτοια μύγα, θαρρώ, έχει κολλήσει ο θεός πάνω στην πόλη εμένα, που δεν παύω διόλου όλη μέρα να πηγαίνω παντού και να κάθομαι σαν τον ντάβανο πάνω σας, προσπαθώντας να σας ξυπνώ και να σας νουθετώ και επιπλήττοντας τον καθένα σας χωριστά. Τέτοιον λοιπόν άλλον δεν θα αποκτήσετε εύκολα, ω άνδρες, και αν πείθεσθε σε μένα, χαρίστε μου τη ζωή· αλλά ίσως εσείς, όντας οργισμένοι με μένα, όπως εκείνοι που τους σηκώνουν μες στον ύπνο τους, χτυπώντας με σκληρά και πειθόμενοι στον Άνυτο εύκολα με φονεύσετε, όμως έπειτα, στην υπόλοιπη ζωή σας, θα βρίσκεστε συνεχώς σε βαθύ ύπνο, εκτός εάν φροντίζοντας για σας ο θεός σάς στείλει κανέναν άλλον. Ότι δε εγώ τυχαίνει να είμαι τέτοιος, ώστε να θεωρούμαι πως έχω δοθεί στην πόλη ως δώρο από τον θεό, μπορείτε να το εννοήσετε καλά από το εξής γεγονός: Σίγουρα, δεν φαίνεται με ανθρώπινο έργο το να έχω εγώ, από τη μια, παραμελήσει όλες τις δικές μου υποθέσεις και να ανέχομαι να παραμελείται τόσα χρόνια η οικογένειά μου1 και, από την άλλη, να εργάζομαι πάντα για το δικό σας συμφέρον, πλησιάζοντας ιδιαιτέρως τον καθένα από σας σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδελφός και προσπαθώντας να σας πείσω να φροντίζετε για την αρετή. Και αν μεν από αυτά είχα κάποια ωφέλεια και έδινα αυτές τις συμβουλές λαμβάνοντας αμοιβή, θα είχα κάποιο λόγο να το κάνω· τώρα όμως, το βλέπετε κι εσείς οι ίδιοι ότι οι κατήγοροί μου, αν και με τόση αναισχυντία με κατηγόρησαν για όλα τ’ άλλα, αυτό τουλάχιστον δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε τόσο μεγάλη αναίδεια που να το ισχυριστούν παρουσιάζοντας μάρτυρα, ότι δηλαδή εγώ κάποτε ή έλαβα τίποτε ως μισθό ή ότι ζήτησα κάτι τέτοιο. Γιατί αξιόπιστο μάρτυρα, πιστεύω, της αλήθειας των λόγων μου παρουσιάζω εγώ την πενία μου.2