Προσέξτε, όμως για ποια αιτία σας τα λέω αυτά· γιατί σκοπεύω να σας δώσω να καταλάβετε από πού προήλθε η εναντίον μου διαβολή.2 Εγώ λοιπόν, όταν άκουσα τα του χρησμού, έκανα τούτες τις σκέψεις: « Τι άραγε θέλει να πει ο θεός, τι άραγε υπονοεί; Γιατί εγώ βέβαια ξέρω καλά για τον εαυτό μου πως δεν είμαι σοφός, ούτε πολύ ούτε λίγο. Συνεπώς, τι τέλος πάντων θέλει να πει λέγοντας πως εγώ είμαι ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους; Γιατί, φυσικά, εννοείται πως ο θεός δεν λέει ψέματα, καθώς αυτό δεν του ταιριάζει». Έπειτα, μετά από πολλά, στράφηκα σε μια τέτοιου είδους έρευνα του χρησμού· πήγα δηλαδή σε κάποιον από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, έχοντας τη γνώμη ότι σ’ αυτό το μέρος, παρά οπουδήποτε αλλού, θα μπορούσα να αποδείξω την πλάνη του μαντείου και να κάνω φανερό στον χρησμό πως, νά, αυτός εδώ είναι πιο σοφός από μένα, ενώ εσύ είπες πως είμαι εγώ. Εξετάζοντας λοιπόν αυτόν σε βάθος ‒ το όνομά του δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να το αναφέρω, ήταν όμως ένας από τους πολιτικούς μας, που καθώς τον εξέταζα, έπαθα, άνδρες Αθηναίοι, κάτι τέτοιο που δεν το περίμενα ‒ και μιλώντας μαζί του, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτός ο άνδρας θεωρούνταν μεν και από πολλούς άλλους ανθρώπους και προπαντός από τον εαυτό του πως είναι σοφός, αλλά δεν ήταν· και κατόπιν προσπαθούσα να του δείξω ότι νόμιζε πως ήταν σοφός, αλλά δεν ήταν. ΄Ετσι, εξαιτίας αυτού έγινα μισητός και σε πολλούς απ’ τους εκεί παρόντες, φεύγοντας, δε, σκεφτόμουν μόνος μου ότι εγώ είμαι σοφότερος από αυτόν τον άνθρωπο· γιατί, προφανώς, κανείς από τους δυο μας δεν ξέρει τίποτε το ωραίο, το σωστό, όμως αυτός μεν νομίζει πως κάτι ξέρει ενώ δεν ξέρει τίποτε, αντίθετα δε εγώ, όπως πράγματι δεν ξέρω, έτσι και δεν νομίζω ότι ξέρω. Συνεπώς, φαίνεται ότι εγώ, από αυτόν τουλάχιστον, είμαι σοφότερος ως προς αυτή τη μικρή γνώση, ότι δηλαδή όσα δεν ξέρω, έτσι και δεν το νομίζω ότι τα ξέρω. Κατόπιν πήγα σε έναν άλλον από αυτούς που θεωρούνταν σοφότεροι από εκείνον, τον πρώτο, και αποκόμισα την ίδια ακριβώς εντύπωση· και σ’ αυτή την περίπτωση έγινα μισητός και σε εκείνον και σε άλλους πολλούς.
1) Η Ἀπολογία Σωκράτους είναι το μόνο από τα έργα του Πλάτωνα που δεν έχει διαλογική μορφή. Η συγγραφή του τοποθετείται στην πρώτη δημιουργική περίοδο του μεγάλου Αθηναίου φιλοσόφου (397-387 π. Χ.), λίγο μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Με το σύγγραμμα αυτό ο Πλάτωνας θέλησε να αποδώσει την απολογία τού δασκάλου του στο δικαστήριο, ενώπιον των Ηλιαστών, χωρίς βέβαια να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχουμε αυτούσια την απολογία και κατά τη λέξη και κατά το περιεχόμενο. Στο πρώτο μέρος της απολογίας του, ο Σωκράτης απαντά στις εναντίον του κατηγορίες ανατρέποντάς τες όλες, μία προς μία. Σε κάποιο σημείο, αναφέρεται στον φίλο του Χαιρεφώντα ο οποίος, λέει, πήγε στους Δελφούς και ρώτησε την Πυθία αν είναι κανείς σοφότερος από τον Σωκράτη, παίρνοντας την απάντηση πως δεν υπάρχει κανείς σοφότερός του.
Η συνέχεια στο παρατιθέμενο απόσπασμα.
2) Το 399 π.Χ. υποβλήθηκε κατά του Σωκράτη μήνυση με αιτιολογικό της κατηγορίας ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στους θεούς που παραδεχόταν η πολιτεία εισάγοντας δαιμόνια καινὰ και ότι διέφθειρε τους νέους. Κατήγοροί του ήταν τρεις συμπολίτες του: ο Μέλητος, ένας άσημος ποιητής, ο πολιτικός ΄Ανυτος και ο ρήτορας Λύκων.