Mετά απ’ αυτά λοιπόν, τους πήρα πλέον στη σειρά, αν και το ένιωθα και λυπόμουν και φοβόμουν ότι γινόμουν αντιπαθής, ωστόσο φρονούσα πως είναι ανάγκη πάνω απ’ όλα να τιμήσω τον λόγο του θεού. Επομένως, έπρεπε ερευνώντας τον χρησμό, ποιο είναι το νόημά του, να πάω σε όλους αυτούς που θεωρούνταν πως κάτι ξέρουν. Και μά τον κύνα,2 άνδρες Αθηναίοι, ‒ γιατί πρέπει να σας λέω την αλήθεια ‒ σας διαβεβαιώνω πως δοκίμασα τούτη την έκπληξη: Εκείνοι που είχαν τη μεγαλύτερη φήμη για τη σοφία τους, σε μένα που αναζητούσα να εννοήσω τον χρησμό του θεού, φάνηκαν σχεδόν ολωσδιόλου στερημένοι σοφίας, και άλλοι που θεωρούνταν αμαθέστεροι μου φάνηκαν ανώτεροι στη φρονιμάδα. Πρέπει, βέβαια, να σας ενημερώσω για τις περιπλανήσεις μου που έκανα ως άνθρωπος που υποβλήθηκε σε διάφορους κόπους, μέχρι τέλος πάντων ο χρησμός να μου γίνει αδιαφιλονίκητος. Έτσι· μετά τους πολιτικούς, πήγα στους ποιητές, και των τραγωδιών και των διθυράμβων3 και στους άλλους,4 με την ιδέα ότι σ’ αυτούς πλέον θα πιάσω τον εαυτό μου να είναι πανηγυρικά αμαθέστερος εκείνων. Παίρνοντας λοιπόν στα χέρια μου τα ποιήματά τους, εκείνα που κατά τη γνώμη μου τα είχαν επεξεργαστεί με τη μεγαλύτερη επιμέλεια και προσοχή, τους ρωτούσα επίμονα τι ήθελαν να πουν, για να μαθαίνω συγχρόνως και κάτι απ’ αυτούς. Βέβαια, ντρέπομαι, ω άνδρες, να σας πω την αλήθεια, ωστόσο πρέπει να την πω. Νά, με λίγα λόγια, όλοι σχεδόν οι τότε παρόντες μπορούσαν και απαντούσαν καλύτερα από τους ίδιους τους ποιητές για τα έργα που είχαν συνθέσει. Κατάλαβα λοιπόν γρήγορα και για τους ποιητές τούτο, ότι όσα δημιουργούν δεν τα δημιουργούν από σοφία, αλλά από κάποια φυσική κλίση και ευρισκόμενοι σε κατάσταση θεϊκής έκστασης, όπως οι θεόπνευστοι μάντεις και οι προφήτες που δίνουν χρησμούς σε στίχους. Γιατί και αυτοί λένε μεν πολλά και ωραία, όμως δεν καταλαβαίνουν τίποτε απ’ όσα λέγουν. Κάτι τέτοιο μου φάνηκαν πως έχουν πάθει και οι ποιητές. Και την ίδια στιγμή αντιλήφθηκα ότι αυτοί ένεκα της ποίησής τους νόμιζαν ότι ήταν σοφότατοι άνθρωποι και στα άλλα πράγματα στα οποία δεν ήταν. Έφευγα λοιπόν και από αυτούς, με την ιδέα ότι είμαι ανώτερός τους για τον ίδιο λόγο που φάνηκα ανώτερος και από τους πολιτικούς.
Στο τέλος πια πήγα στους χειροτέχνες, γιατί είχα συνείδηση του εαυτού μου, ότι, με δυο λόγια, δεν ξέρω τίποτε, όμως καταλάβαινα πως αυτούς, το δίχως άλλο, θα τους βρω να ξέρουν πολλά και ωραία πράγματα. Και σ’ αυτό δεν διαψεύστηκα· ήξεραν πράγματα που εγώ δεν ήξερα και κατά τούτο ήταν σοφότεροί μου. Αλλά και οι καλοί τεχνίτες, άνδρες Αθηναίοι, μου φάνηκαν πως έχουν το ίδιο ελάττωμα που είχαν και οι ποιητές. Καθένας απ’ αυτούς, επειδή εξασκούσε την τέχνη του με επιτυχία, θεωρούσε πως άξιζε να είναι σοφότατος και στα άλλα τα πολύ σοβαρά θέματα· και αυτό το μειονέκτημά τους επισκίαζε εκείνη τη σοφία της τέχνης τους. Κατά συνέπεια, αναρωτιόμουν εξ ονόματος του χρησμού ποιο από τα δύο θα προτιμούσα· να είμαι έτσι, όπως ακριβώς είμαι, χωρίς να ’μαι καθόλου σοφός με τη σοφία εκείνων, αλλά ούτε και μωρός έχοντας τη μωρία τους, ή να ’χω και τα δύο που έχουν εκείνοι ( τη σοφία δηλαδή και την αμάθεια). Και αποκρίθηκα στον εαυτό μου και στον χρησμό ότι εμένα με συμφέρει να είμαι όπως είμαι.
Και συνεχίζει λέγοντας πως εξαιτίας αυτής της εξέτασης απέκτησε πολλές αντιπάθειες, καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι μόνο ο θεός είναι σοφός· ότι το νόημα του χρησμού είναι πως η ανθρώπινη σοφία δεν έχει καμία αξία· και ότι ο χρησμός χρησιμοποίησε το όνομά του ως παράδειγμα για να πει, όπως θα έλεγε και για κάποιον άλλον, ότι αυτός είναι ο πιο σοφός, γιατί έχει καταλάβει για τη σοφία του πως δεν αξίζει τίποτε·
Θα ακολουθήσει Μέρος ΙΙΙ και τελευταίο.
1) Τα παρατιθέμενα δύο κεφάλαια αποτελούν αδιάσπαστη συνέχεια του κεφαλαίου που αναρτήθηκε στο Μέρος Ι της Απολογίας.
2) Επειδή γινόταν κατάχρηση των όρκων, οι ευσεβείς έκαναν χρήση του λεγομένου «όρκου του Ραδάμανθυ», του σοφού και δίκαιου νομοθέτη της Κρήτης, ο οποίος μετά τον θάνατό του έγινε κριτής στον ΄Αδη μαζί με τον Μίνωα και τον Αιακό. Λέγεται δηλαδή ότι ο Ραδάμανθυς ζητούσε από τους ανθρώπους να μην ορκίζονται στους θεούς, αλλά σε κάτι άλλο, όπως σε χήνες, κριάρια, σκυλιά. Στον Σωκράτη ιδιαίτερα προσφιλής ήταν ο όρκος νὴ τὸν κύνα ή νὴ τὸν χῆνα.
3) Για τον διθύραμβο βλ. κείμενό μας με θέμα το επίθετο πυρσοχαίτης (4/1/’20).
4) Εννοεί τους επικούς, λυρικούς και ιαμβικούς ποιητές.