(Οι πάλαι ποτέ ειδυλλιακές όχθες του Ιλισσού )
229a–c
ΣΩ. Ας βγούμε από το δρόμο κι ας πάμε κατά τον Ιλισσό κι έπειτα καθόμαστε με ησυχία όπου μας αρέσει.
ΦΑΙ. Στην κατάλληλη ώρα, καθώς φαίνεται, έτυχε να ’μαι ξυπόλητος ‒ εσύ βέβαια είσαι πάντοτε. Είναι πολύ εύκολο λοιπόν να πάμε όπως πάει το ποταμάκι βρέχοντας τα πόδια μας· διόλου εξάλλου δυσάρεστο, ιδίως αυτή την εποχή και αυτή την ώρα της ημέρας.
ΣΩ. Προχώρα τότε, και συνάμα κοίτα πού θα κάτσουμε.
ΦΑΙ. Βλέπεις εκείνο το θεόρατο πλατάνι;
ΣΩ. Ναι. Τι;
ΦΑΙ. Εκεί έχει και σκιά και ελαφρό αεράκι και χλόη να καθίσουμε ή, αν θέλουμε, να ξαπλώσουμε
ΣΩ. Προχώρα. 2
ΦΑΙ. Πες μου, Σωκράτη, δε λέγεται ότι από κάπου εδώ στον Ιλισσό άρπαξε ο Βορέας την Ωρείθυια;3
ΣΩ. Ναι, το λένε.
ΦΑΙ. Άραγε από δω; Αλήθεια, όμορφο, καθαρό και διάφανο φαίνεται το ποταμάκι και ό, τι πρέπει για να παίζουν δίπλα του κορίτσια.[…]
230b–c4
ΣΩ. Mά την Ήρα, ωραίο αραξοβόλι! Και τούτο το πλατάνι και πολύ φουντωτό είναι και ψηλό, και της λυγαριάς το ύψος και η πυκνή σκιά πανέμορφα· και πόσο το άνθισμά της είναι στην ακμή του, έτσι που κάνει τον τόπο περίσσια να ευωδιάζει! Και η πηγή, πάλι, χάρμα οφθαλμών, ρέει κάτω απ’ το πλατάνι με πολύ κρύο νερό, απ’ ό,τι τουλάχιστον νιώθει το πόδι. Θα είναι ιερός τόπος κάποιων Νυμφών και του Αχελώου,5 όπως φαίνεται από τα αναθηματικά ειδώλια και τα αγάλματα. Κι αν θες, ακόμη, το δροσερό αεράκι του τόπου πόσο τ’ αγαπάς, πόσο μα πόσο ευχάριστο είναι6 και με καλοκαιρινό και μελωδικό ήχο συνοδεύει τη χορωδία των τζιτζικιών! Το πιο ειδυλλιακό όμως απ’ όλα είναι η χλόη, καθώς έχει φυτρώσει πλούσια σε ελαφρά ανωφεριά, για να μπορεί κανείς να ξαπλώσει και να ’χει ακουμπισμένο ωραιότατα πάνω της το κεφάλι του. Ώστε, αγαπητέ μου Φαίδρε, το έργο σου να με οδηγήσεις σε αξιοθέατα υπήρξε τέλειο. […]
Σημειώσεις: