Στο παραπάνω έργο ο Πλούταρχος σκιαγραφεί τον επιφανή Αθηναίο στρατηγό και πολιτικό Φωκίωνα.1
Μεταξύ των άλλων διαβάζουμε ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος θαύμαζε τον Φωκίωνα, που αργότερα κέρδισε την ιδιαίτερη εκτίμηση και του γιου του, του Αλέξανδρου, ο οποίος τον έκανε φίλο του και τον τιμούσε όσο λίγους από το περιβάλλον του. Λέγεται μάλιστα πως, όταν έγινε μεγάλος και νίκησε τον Δαρείο, αφαίρεσε από τις επιστολές τη λέξη « Χαίρε », εκτός από εκείνες που έγραφε στον Φωκίωνα· μόνο αυτόν, όπως και τον Αντίπατρο,2 προσφωνούσε με το «Χαίρε».
Παραθέτουμε τη συνέχεια του κειμένου σε μετάφραση.
Σχετικά τώρα με το θέμα των χρημάτων, είναι απόλυτα βεβαιωμένο, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος έστειλε στον Φωκίωνα ως δώρο 100 τάλαντα.3 Όταν τα έφεραν στην Αθήνα, ο Φωκίων ρώτησε τους κομιστές τους, τι συμβαίνει, γιατί, ενώ είναι τόσο πολλοί οι Αθηναίοι, μόνο σ’ αυτόν δίνει ο Αλέξανδρος τόσο πολλά. Και όταν εκείνοι απάντησαν: «Γιατί εσένα μόνο θεωρεί άνδρα καλὸν καὶ ἀγαθόν»4, ο Φωκίων είπε: «Ε, ας με αφήσει και να φαίνομαι και να είμαι τέτοιος πάντοτε». Και, ακολουθώντας τον στο σπίτι του, όταν είδαν τη μεγάλη λιτότητα της ζωής του, τη γυναίκα του να ζυμώνει, ενώ ο ίδιος ο Φωκίων έβγαζε νερό από το πηγάδι και έπλενε τα πόδια του, ακόμη περισσότερο τον πίεζαν να δεχτεί το δώρο και αγανακτούσαν, λέγοντας πως είναι φοβερό πράγμα, τη στιγμή που είναι φίλος του βασιλιά, να ζει τόσο θλιβερή ζωή. Βλέποντας λοιπόν ο Φωκίων να περνάει ένας φτωχός γέρος φορώντας ένα βρόμικο τριμμένο πανωφόρι, τους ρώτησε εάν τον θεωρούν χειρότερο από εκείνον. Και, καθώς αυτοί τον παρακαλούσαν να μη μιλάει άσχημα για τον εαυτό του, είπε: «Και όμως τούτος ζει με λιγότερα από μένα και του είναι αρκετά. Το όλο ζήτημα λοιπόν έχει ως εξής», συνέχισε, «ή μη χρησιμοποιώντας τόσο χρυσάφι θα το κρατώ άσκοπα ή χρησιμοποιώντας το θα εκθέσω τον εαυτό μου και μαζί με μένα και εκείνον στα μάτια ολόκληρης της πόλης». Έτσι, ξαναγύρισαν πίσω τα χρήματα από την Αθήνα και απέδειξαν στους Έλληνες ότι πλουσιότερος από εκείνον που δίνει τόσο πολλά είναι αυτός που δεν τα χρειάζεται. Επειδή όμως ο Αλέξανδρος αγανάκτησε και έγραψε ξανά στον Φωκίωνα ότι δεν θεωρεί φίλους όσους δεν τον έχουν καμιά ανάγκη, ούτε και τότε μεν ο Φωκίων δέχτηκε χρήματα, αλλά ζήτησε να αφήσει ελεύθερους τον σοφιστή Εχεκρατίδη, τον ΄Ιμβριο Αθηνόδωρο5 και δύο Ροδίους, τον Δημάρατο6 και τον Σπάρτωνα,6 που είχαν συλληφθεί με κάποιες κατηγορίες και βρίσκονταν φυλακισμένοι στις Σάρδεις. Τότε λοιπόν αυτούς ο Αλέξανδρος τους απελευθέρωσε αμέσως και, στέλνοντας τον Κρατερό7 στη Μακεδονία, τον διέταξε να παραδώσει στον Φωκίωνα μία από τις τέσσερις πόλεις της Ασίας, Κίο, Γέργιθα, Μύλασα και Ελαία, όποια θα διάλεγε, ισχυριζόμενος ότι θα θυμώσει ακόμη περισσότερο αν δεν δεχτεί. Αλλά ούτε και τότε ο Φωκίων δέχτηκε, ο δε Αλέξανδρος σύντομα πέθανε. […]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Ο Φωκίων (402-317 π. Χ.) υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και υποστηρικτής της πολιτικής του Φίλιππου. Επικεφαλής του φιλομακεδονικού κόμματος, ήταν ως πολιτικός μετριοπαθής, φιλειρηνιστής, ικανότατος ρήτορας και αντίπαλος του Δημοσθένη. Υπηρέτησε την πατρίδα του στα πεδία των μαχών με επιτυχία, έχοντας διατελέσει στρατηγός 45 φορές, περισσότερες από κάθε άλλον. Περιφρονούσε τον πλούτο και ήταν γνωστός για τον λιτό τρόπο ζωής του. Οι Αθηναίοι τον αγαπούσαν, μολονότι ανήκε στους αριστοκράτες, για τη φιλοπατρία, τη φρόνηση και την τιμιότητά του, γι’ αυτό και ονομαζόταν Φωκίων ὁ χρηστός, ο ακέραιος. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του, που είχε αντίκτυπο και στην Ελλάδα. Και στη δίνη της σύγκρουσης του διαδόχου τού Αντίπατρου Πολυπέρχοντα και του Κάσσανδρου, γιου του πρώτου, παρασύρθηκε ο Φωκίων. Η Αθήνα τότε βρισκόταν υπό μακεδονική κυριαρχία, έχοντας χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, και στη Μουνυχία ‒ στον λόφο του Πειραιά, τη σημερινή Καστέλλα ‒ τοποθετήθηκε μακεδονική φρουρά με αρχηγό έμπιστο αξιωματικό του Κάσσανδρου. Ο Φωκίων ευνοούσε την παραμονή της φρουράς, γιατί είχε τη γνώμη πως μόνο αυτή μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια του καθεστώτος στην Αθήνα, για να αποφευχθούν τα δεινά από τις πολιτικές αναστατώσεις. ΄Έσι, όταν ο Πολυπέρχων υποσχέθηκε στους Αθηναίους την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος και έφτασε στην Αθήνα ο γιος του, ο Αλέξανδρος με στρατιωτική δύναμη, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν για την ανατροπή του πολιτεύματος. Ο Φωκίων κατέστη ύποπτος, και στην εκκλησία του δήμου που συγκλήθηκε του αφαιρέθηκε η στρατηγία, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αρχές Μαΐου του 318 και σε ηλικία 84 ετών ήπιε το κώνειο μαζί με άλλους φίλους του επίσης καταδικασμένους, και τα πτώματά τους πετάχτηκαν έξω από τα όρια της αττικής γης.
Αργότερα οι Αθηναίοι μετάνιωσαν και το 305-4 τον τίμησαν· έφεραν και έθαψαν τα οστά του στην Αθήνα και έστησαν χάλκινο ανδριάντα του, τον δε κατήγορό του τον πέρασαν από δίκη και τον εκτέλεσαν.
(Αχ αυτοί οι Αθηναίοι που, σύμφωνα με έναν αρχαίο συγγραφέα, συνήθιζαν να οργίζονται εύκολα και μετά να συγχωρούν!)
2) Ο Αντίπατρος ήταν έμπιστος και φίλος του Φίλιππου. Ο Αλέξανδρος μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ξεκινώντας την εκστρατεία του στην Ασία, αυτόν άφησε διοικητή της Μακεδονίας και της άλλης Ελλάδας.
3) Το τάλαντον ήταν μονάδα βάρους ( η μεγαλύτερη, ίση με 26,2 κιλά) και νομισματική μονάδα, το μεγαλύτερο σε αξία νόμισμα (ισοδυναμούσε με 6.000 δραχμές). ΄Ηταν χρυσό, αργυρό και χάλκινο. Το χρυσό είχε διπλάσια αξία από το αργυρό και εκατονταπλάσια από το χάλκινο. Εκατό τάλαντα ήταν πολύ μεγάλο ποσό, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η κατοχή ενός ταλάντου θεωρούνταν αξιόλογη περιουσία και ότι 100 ώς 150 τάλαντα κόστιζε η διοίκηση του αθηναϊκού κράτους στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π. Χ.
4) Ο χαρακτηρισμός αυτός σήμαινε τον τέλειο, από άποψη σωματική, ηθική και πνευματική.
5) Αθηναίος μισθοφόρος που τον αποκαλούσαν και ΄Ιμβριο, ίσως λόγω καταγωγής του από οικογένεια κληρούχων της ΄Ιμβρου. Υπηρέτησε τον Δαρείο ως αρχηγός μισθοφορικού στρατεύματος.
6) Πρόκειται για δύο αδέλφια.
7) Εταίρος του Αλέξανδρου και ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς του.
305