You are currently viewing ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς» ΙΙ, 335a-c.  Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς» ΙΙ, 335a-c.  Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

(Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι ευνοούμενοί του εικαστικοί καλλιτέχνες Απελλής και Λύσιππος)

 

Ζούσε την εποχή του Αλεξάνδρου και ο Απελλής1 ο ζωγράφος και ο Λύσιππος2 ο γλύπτης. Από αυτούς ο μεν Απελλής ζωγράφισε τον Αλέξανδρο να κρατάει κεραυνό3 με τόσο φυσικά χαρακτηριστικά και τόση εκφραστική δύναμη, ώστε να λένε ότι από τους δύο, ο μεν Αλέξανδρος του Φιλίππου είναι ανίκητος, του δε Απελλή αμίμητος. Όταν, από την άλλη, ο Λύσιππος έπλασε τον πρώτο ανδριάντα του Αλεξάνδρου με το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό να κοιτάζει προς τα πάνω (όπως ακριβώς ο ίδιος ο Αλέξανδρος συνήθιζε να κοιτάζει κλίνοντας ελαφρά τον τράχηλο προς τα πλάγια), έγραψε κάποιος διόλου άστοχα:

                                  Το χάλκινο ετούτο άγαλμα μοιάζει τον Δία να κοιτάζει και να λέει:

                                « Τη γη κάτω από την εξουσία μου τη βάζω· εσύ, δε, Δία, στον

                                 ΄Ολυμπο βασίλευε».4

Γι’ αυτό ο Αλέξανδρος διέταξε μόνο ο Λύσιππος να δημιουργεί απεικονίσεις του. Γιατί μόνο αυτός, καθώς φαίνεται, απέδιδε στον χαλκό τον χαρακτήρα του και πρόβαλλε μέσα από τη μορφή το μεγαλείο του. Οι άλλοι καλλιτέχνες, θέλοντας να μιμηθούν την κλίση του τραχήλου του και τα υγρά μάτια με το τρυφερό βλέμμα του, δεν κατάφερναν να διαφυλάσσουν παράλληλα την αρρενωπότητα και το λιονταρίσιο ( τὸ λεοντῶδες ) της φύσης του.5      

 

 

 

 

1)Ο Απελλής ήταν επιφανής ζωγράφος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ο μέγιστος κατά τον μεγάλο Ρωμαίο εγκυκλοπαιδιστή, τον Πλίνιο. ΄Ακμασε περί τα μέσα του 4ου αι. π. Χ. και τόπος καταγωγής του ήταν η Κολοφώνα, η ιωνική πόλη της Μικράς Ασίας, επειδή όμως έλαβε το δικαίωμα του πολίτη στην ΄Εφεσο, αποκαλείται Εφέσιος. Υπήρξε καλλιτέχνης παραγωγικότατος και στη διάρκεια της ζωής του επισκέφτηκε πολλές πόλεις της Ελλάδας (και την Πέλλα, μετά από πρόσκληση του Φιλίππου, όπου γνώρισε τον δεκατριάχρονο τότε Αλέξανδρο) και των παραλίων της Μ. Ασίας, καθώς και την Αίγυπτο, δημιουργώντας φημισμένα έργα. ΄Εγινε ο προσωπικός ζωγράφος του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος είχε απαγορεύσει με διάταγμα να τον ζωγραφίζει άλλος. Από τα γνωστά του έργα περίφημη ήταν η Ἀναδυομένη Ἀφροδίτη στο Ασκληπιείο της Κω, που υμνήθηκε από ποιητές κερδίζοντας τη διασημότητα και ενέπνευσε μία πλειάδα καλλιτεχνών των νεότερων χρόνων. Ο πίνακας παρίστανε τη γέννηση της θεάς από τη θάλασσα, με το άνω μισό της έξω από τα κύματα, με τα χέρια της να στύβει τα μαλλιά της από τα οποία στάζει ο αφρός και στα μάτια της να λάμπει σύμφωνα με ένα επίγραμμα γαληνὸς πόθος.

 

 

Ως πρότυπο ο ζωγράφος είχε την πανέμορφη εταίρα Φρύνη ή την εξίσου ωραιότατη Παγκάστη, που προηγουμένως υπήρξε παλλακίδα του Αλεξάνδρου,  την οποία ο Απελλής ερωτεύτηκε ενώ τη ζωγράφιζε, όταν, δε, το αντιλήφθηκε ο Αλέξανδρος τού τη δώρισε. Ο Απελλής, εκτός από τα πολυάριθμα έργα του με θέμα τον Αλέξανδρο, στο πρόσωπο του οποίου απέδιδε υπερφυσικά χαρακτηριστικά με αξεπέραστο τρόπο, φιλοτέχνησε και προσωπογραφίες επιφανών προσώπων, εντυπωσιακά πανομοιότυπες με το πρότυπο· επίσης αλληγορίες, μεταξύ των οποίων και μία πολυπρόσωπη αλληγορική παράσταση της Διαβολῆς, της Συκοφαντίας, την οποία επιχείρησε ο Μποτιτσέλι να αναπαραστήσει βασιζόμενος στην περιγραφή του έργου τού Απελλή από τον Λουκιανό.

 

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι ο Απελλής προσέφερε στη ζωγραφική περισσότερα από όσα όλοι οι άλλοι ομότεχνοί του· ότι χρησιμοποιούσε μόνο τα παλαιά τέσσερα χρώματα ⸺ μαύρο, άσπρο, κόκκινο και ώχρα ⸺ και ότι είχε ανακαλύψει ένα γάνωμα, που όχι μόνο προφύλασσε την εικόνα από τη σκόνη, αλλά και μετρίαζε τη ζωηρότητα των χτυπητών χρωμάτων και τους έδινε λάμψη και αρμονική ενότητα. Φαίνεται ότι η φήμη του ως του μεγαλύτερου ζωγράφου της αρχαιότητας οφείλεται στην ξεχωριστή χάρη που διέκρινε τα έργα του και στην ακρίβεια και λεπτότητα του σχεδίου του.

2)Λύσιππος: Ο σημαντικότερος χαλκοπλάστης του 4ου αι. π. Χ. (δεύτερο μισό) και ο τελευταίος από τους μεγάλους γλύπτες της αρχαιότητας. Αυτόν όρισε ο Αλέξανδρος ως τον επίσημο ανδριαντοποιό του, απαγορεύοντας να κατασκευάζει άλλος τα αγάλματά του, όπως συνέβη και με τον Απελλή. Καταγόταν από τη Σικυώνα και τόλμησε να χαράξει νέους δρόμους στην τέχνη της γλυπτικής, δίνοντας μεγάλη σημασία στις φυσικές αναλογίες του σώματος και στην αρμονία του συνόλου. ΄Εκανε τα κεφάλια μικρότερα, τα σώματα ψιλόλιγνα και άνοιξε τις μορφές στις τρεις διαστάσεις με την ελεύθερη προβολή του κορμού και των μελών στον χώρο, αναγκάζοντας τον θεατή να τα παρατηρήσει από περισσότερες γωνίες· καθιστούσε έτσι τα έργα πιο αληθινά και φυσικά. Η φυσικότητα φαινόταν και στην εργασία των λεπτομερειών του σώματος, ιδίως της κόμης, την ακριβή απόδοση της οποίας επαινούν οι αρχαίοι ιδιαίτερα. Αλλά και τον χαρακτήρα των εικονιζομένων απέδιδε άριστα και τον συναισθηματικό τους κόσμο. Με αυτές τις καινοτομίες του Λυσίππου, ξεκινά η τάση προς τον νατουραλισμό, που θα ολοκληρωθεί στα ελληνιστικά χρόνια. Με άλλα λόγια, ο Λύσιππος είναι ο καλλιτέχνης που σηματοδοτεί το τέλος της Κλασικής εποχής και την αυγή της Ελληνιστικής τέχνης· και είναι βέβαιο ότι ο Σικυώνιος γλύπτης επέδρασε στην ελληνιστική πλαστική όσο κανείς άλλος σύγχρονος ή προγενέστερος ομότεχνός του. Ο Λύσιππος φιλοτέχνησε πολλά και αξιοθαύμαστα έργα, κολοσσιαία και μικρογραφικά, εικόνες θεών, ηρώων, αθλητών, καθώς και πορτρέτα και αλληγορίες. Το γνωστότερο έργο του, περίφημο στην αρχαιότητα (σώζεται σε ρωμαϊκό αντίγραφο) είναι ο Ἀποξυόμενος, που μπορεί να θεωρηθεί ως δείγμα της τεχνοτροπίας του. Εικονίζεται αθλητής ο οποίος μετά τη νίκη αποξέει με στλεγγίδα το λάδι και τη σκόνη από το σώμα του. Και βλέποντας αυτό το άγαλμα έρχονται στον νου τα λόγια του Προπέρτιου: «Η δόξα του Λυσίππου βρίσκεται στη ζωή που έδωσε στα αγάλματά του».

 

                                                                            Ο Αποξυόμενος του Λυσίππου

΄Επλασε και μία σειρά αγαλμάτων του Μ. Αλεξάνδρου ήδη από την παιδική ηλικία του Μακεδόνα βασιλιά ⸺ όπως ο Απελλής, και ο Λύσιππος είχε κληθεί από τον Φίλιππο στη βασιλική αυλή της Πέλλας ⸺  αλλά δεν μας έχει διασωθεί κανένα. Σήμερα σώζονται πολυάριθμα αντίγραφα προτομών τού Αλεξάνδρου, αλλά δεν είναι γνωστό ποια από αυτά ανάγονται σε πρωτότυπα έργα του Λυσίππου και ποια σε έργα άλλων καλλιτεχνών και άλλων εποχών.Μόνο μία μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη του 2ου αι. μ. Χ. (γνωστή ως στήλη Azara από το όνομα ενός Ισπανού διπλωμάτη που την είχε παλαιότερα στην κατοχή του), η οποία βρέθηκε  στα περίχωρα της Ρώμης και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, θεωρείται ότι σώζει τα βασικά χαρακτηριστικά του σπουδαιότερου λυσίππειου ανδριάντα του Μ. Αλεξάνδρου.Η τέχνη του μεγάλου χαλκοπλάστη θαυμάστηκε πολύ, όπως μαρτυρούν οι ικανές πληροφορίες για τα έργα του που έχουμε από την αρχαία γραπτή παράδοση.

3)Πρόκειται για τον περίφημο πίνακα που απεικόνιζε τον Αλέξανδρο Κεραυνοφόρον και βρισκόταν στον ναό της ΄Αρτεμης στην ΄Εφεσο. Παραδίδεται ότι ο Απελλής απέδωσε φαιότερο το χρώμα του δέρματος του Αλεξάνδρου, ώστε στη σκούρα επιφάνεια να προβάλλεται με περισσότερη λαμπρότητα ο φλογερός κεραυνός που κρατούσε, καθώς και τα φωτιζόμενα από τον κεραυνό δάκτυλά του.

4)Οι στίχοι ανήκουν σε ένα αρχαίο επίγραμμα που αποδίδεται στον Αρχέλαο ή στον Ασκληπιάδη (Παλατινή Ανθολογία ΙΣΤ΄, Ανθολογία Μαξίμου Πλανούδη, 120).

5)Εκτός από τα παραπάνω γνωρίσματα του Αλεξάνδρου, μπορούμε με βάση τα αρχαία κείμενα και τις σωζόμενες απεικονίσεις και δίχως να παραβλέπουμε τον παράγοντα της αισθητικής εξιδανίκευσης της μορφής του που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται ήδη όσο ζούσε, να έχουμε μια υποθετική ανασύνθεση της φυσιογνωμίας τού Μακεδόνα στρατηλάτη: το ανάστημά του φαίνεται ότι ήταν μέτριο· είχε πλούσια κυματιστά μαλλιά ⸺ δεν είναι βέβαιο αν ήταν ξανθά⸺ που χωρίζονταν στη μέση πάνω από το μέτωπο θυμίζοντας χαίτη λιονταριού· τα μάτια του πρέπει να ήταν μεγάλα και σαγηνευτικά, ίσως γκριζογάλανα· το μέτωπό του ήταν ευρύ και η φωνή του είχε τραχύτητα· είχε λευκή επιδερμίδα που ρόδιζε στο στήθος και στο πρόσωπο. Γενικά μιλώντας, θα πρέπει να ήταν ωραίος, ατημέλητα όμορφος σύμφωνα με έναν αρχαίο συγγραφέα.

 

                        Το αριστουργηματικό νεανικό  πορτρέτο του Αλεξάνδρου του Μουσείου Ακρόπολης,
                        έργο πιθανώς ενός άλλου γλύπτη, του Λεωχάρη  (340-330 π. Χ.)

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.