You are currently viewing Προσπέρ Μεριμέ: Ματέο Φαλκόνε (απόσπασμα). Μτφρ: Μαρία Τσάτσου

Προσπέρ Μεριμέ: Ματέο Φαλκόνε (απόσπασμα). Μτφρ: Μαρία Τσάτσου

 Στη θέα των στρατιωτών, η πρώτη σκέψη του Ματέο1 ήτανε ότι είχαν έρθει για να τον συλλάβουνε. Γιατί όμως αυτή η σκέψη; Είχε λοιπόν μπερδέματα με την αστυνομία ο Ματέο; Όχι. Είχε καλή φήμη. Ήτανε, καθώς λέει ο κόσμος, καλοφημισμένος άνθρωπος αλλά ήτανε Κορσικανός και βουνίσιος, και είναι λίγοι οι βουνίσιοι Κορσικανοί οι οποίοι ερευνώντας καλά την μνήμη τους δεν θα έβρισκαν κάποια pecadille2, όπως επίθεση με τουφέκι, επίθεση με στιλέτο και άλλες μπαγκατέλες3. Ο Ματέο, περισσότερο απ’ τον καθένα είχε την συνείδησή του καθαρή γιατί εδώ και πάνω από δέκα χρόνια δεν είχε κατευθύνει το ντουφέκι του ενάντια σε άνθρωπο αλλά παρ’ όλ’ αυτά ήτανε προνοητικός και πήρε θέση ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί ωραία τον εαυτό του, αν το ‘φερνε η ανάγκη.

– Γυναίκα, είπε στην Τζουζέπα, βάλε κάτω το σακίδιό σου και να ‘σαι έτοιμη.

Τον υπάκουσε πάραυτα. Της έδωσε το ντουφέκι που είχε ζωστεί διαγώνια στο στήθος και θα μπορούσε να τον ενοχλεί. Όπλισε αυτό που κρατούσε στο χέρι και προχώρησε αργά προς το σπίτι του, περπατώντας παράλληλα με τα δέντρα που βρισκόντουσαν στην άκρη του δρόμου, έτοιμος στην παραμικρή εχθρική κίνηση, να ριχτεί πίσω από τον πιο παχύ κορμό δέντρου, από όπου θα μπορούσε ν’ ανοίξει πυρ υπό κάλυψιν. Η γυναίκα του περπατούσε ακριβώς πίσω του κατά πόδας, κρατώντας το εφεδρικό ντουφέκι και την φυσιγγιοθήκη. Η χρησιμότητα μιας καλής νοικοκυράς, όταν γίνεται μάχη, είναι να γεμίζει τα όπλα του άντρα της.

Από την άλλη πλευρά ο επιλοχίας ένοιωθε μεγάλη στενοχώρια βλέποντας τον Ματέο να προχωράει μ’ αυτόν τον τρόπο, μετρώντας το κάθε του βήμα, με το όπλο προτεταμένο και το δάχτυλο στη σκανδάλη.

– Αν κατά τύχη, σκεφτότανε, ο Ματέο ήτανε συγγενής με τον Τζανέτο, ή ίσως φίλος του, και ήθελε να τον υπερασπιστεί οι σφαίρες των δύο τουφεκιών του θα φτάνανε σε δύο από μας, σα συστημένο γράμμα, κι αν με σημάδευε, παρά την συγγένεια! …

Μέσα σ’ αυτήν την αμηχανία, αποφάσισε να κάνει μια κίνηση πολύ γενναία, να περπατήσει μόνος του προς το μέρος του Ματέο για να του πει πως είχαν τα πράγματα, σαν να πλησίαζε μια παλιά γνωριμία αλλά το σύντομο διάστημα που τον χώριζε από τον Ματέο του φάνηκε τρομερά μακρύ.

– Ολά! ε! παλιέ μου φίλε, του φώναζε, πως πάνε τα πράγματα, γενναίε μου; Εγώ είμαι, ο Γκάμπα είμαι, ο ξάδελφός σου. Ο Ματέο, χωρίς ν’ απαντήσει ούτε μια λέξη, είχε σταματήσει, και όσο ο άλλος μιλούσε, σήκωνε σιγά – σιγά την κάννη του όπλου του, σε τρόπο που σημάδευε τον ουρανό την στιγμή που ο επιλοχίας έφτασε κοντά του.

– Καλημέρα, αδελφέ4, είπε ο διοικητής τείνοντάς του το χέρι. Καιρό έχω να σε δω.

– Καλημέρα, αδελφέ.

– Ήρθα να σου πω μια καλημέρα καθώς περνούσα. Κάναμε πολλούς δρόμους σήμερα, αλλά δεν πρέπει να κλαιγόμαστε ότι κουραστήκαμε, γιατί κάναμε καλή δουλειά. Τσακώσαμε μόλις πριν λίγο τον Τζανέτο Σανπιέρο.

– Ευλογημένος να είσαι Κύριε! φώναξε η Τζουζέπα. Μας έκλεψε μια κατσίκα που την είχα για το γάλα την περασμένη εβδομάδα.

Αυτά τα λόγια ανεβάσανε το ηθικό του Γκάμπα.

– Ο φτωχοδιάβολος! είπε ο Ματέο, πείναγε.

– Ο αχρείος υπερασπίστηκε τον εαυτό του σαν λιοντάρι, εξακολούθησε ο επιλοχίας, κάπως πικαρισμένος μου σκότωσε έναν από τους επίλεκτους άνδρες μου, και σαν να μην του έφτανε αυτό, έσπασε το χέρι του δεκανέα Σαρντόν αλλά μικρό κακό. Γάλλος είναι6 … Και μετά κρύφτηκε τόσο καλά, που ούτε ο διάβολος δεν θα τον ξετρύπωνε. Χωρίς το μικρό μου ξαδερφάκι τον Φορτουνάτο, δεν θα τον έβρισκα ποτέ.

– Ο Φορτουνάτο! φώναξε ο Ματέο.

– Ο Φορτουνάτο! επανέλαβε η Τζουζέπα.

– Ναι, ο Τζανέτος είχε κρυφτεί κάτω από εκείνον τον σωρό άχυρο εκεί πέρα αλλά το ξαδερφάκι μου μού άνοιξε τα μάτια στην πονηριά του. Κι εγώ λοιπόν θα το πω στον θείο του τον δεκανέα, για να του στείλει ένα ωραίο δώρο για τον κόπο του. Και τ’ όνομά του και το δικό σου θα είναι μέσα στην αναφορά που θα στείλω στον Κο γενικό εισαγγελέα.

– Κατάρα! είπε πολύ σιγά ο Ματέο.

Περπατώντας φτάσανε κοντά στο απόσπασμα. Ο Τζανέτο ήτανε ήδη ξαπλωμένος στο φορείο έτοιμος να τον πάρουνε.

Όταν είδε τον Ματέο συνοδευόμενο από τον Γκάμπα, χαμογέλασε μ’ ένα παράξενο χαμόγελο μετά, γυρίζοντας προς την πόρτα του σπιτιού έφτυσε πάνω στο κατώφλι λέγοντας:

– Σπίτι προδότη!

Μόνον ένας άνθρωπος αποφασισμένος να πεθάνει θα τολμούσε ποτέ να προφέρει τη λέξη προδότης και να εννοεί τον Φαλκόνε. Ένα γερό χτύπημα με στιλέτο, που δεν θα υπήρχε ανάγκη να επαναληφθεί, θα ξεπλήρωνε αμέσως τη βρισιά. Όμως ο Ματέο δεν έκανε άλλη κίνηση εκτός από το να φέρει το χέρι του στο μέτωπό του σαν ένας άνθρωπος συντριμμένος.

Ο Φορτουνάτο είχε μπει στο σπίτι βλέποντας να φτάνει ο πατέρας του. Εμφανίστηκε και πάλι σχεδόν αμέσως με μια γαβάθα γάλα, την οποία πρόσφερε με χαμηλωμένα μάτια στον Τζανέτο.

– Μακριά από μένα! του φώναξε ο προγραμμένος.

Μετά γυρνώντας προς έναν από τους ακροβολιστές:

– Καμαράντ, δώσε μου να πιω, είπε.

Ο στρατιώτης τού έβαλε το παγούρι του ανάμεσα στα χέρια, και ο ληστής ήπιε απ’ το νερό που του έδινε ένας άνθρωπος με τον οποίο μόλις πριν είχε ανταλλάξει ντουφεκιές. Μετά ζήτησε να του δέσουνε τα χέρια σε τρόπο που να είναι σταυρωμένα πάνω στο στήθος του αντί να τα ‘χει δεμένα πίσω στην πλάτη του.

– Μ’ αρέσει, έλεγε, να είμαι ξαπλωμένος με την άνεσή μου.

Ικανοποιήσανε την επιθυμία του με προθυμία και μετά ο επιλοχίας, έδωσε το σινιάλο της αναχώρησης, είπε αντίο στον Ματέο, που δεν του απάντησε, και κατέβηκε με βήμα γοργό προς την πεδιάδα.

Περάσανε περίπου δέκα λεπτά πριν ν’ ανοίξει το στόμα του ο Ματέο. Το παιδί κοίταζε με ανήσυχο μάτι πότε την μητέρα του και πότε τον πατέρα του, ο οποίος ακουμπώντας στο ντουφέκι του τον εξέταζε με μια έκφραση συμπυκνωμένου θυμού.

– Καλά αρχίζεις! είπε επί τέλους ο Ματέο με μια φωνή ήρεμη, αλλά τρομερή για όποιον γνώριζε τον άνθρωπο.

– Πατέρα μου! φώναξε το παιδί κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος του με δάκρυα στα μάτια σαν να ήθελε να πέσει στα πόδια του. Αλλά ο Ματέο του φώναξε:

– Μακριά από μένα!

Και το παιδί σταμάτησε κι έκλαψε με λυγμούς, ακίνητο, μερικά βήματα μακριά από τον πατέρα του. Η Τζουζέπα πλησίασε. Μόλις είχε παρατηρήσει την αλυσίδα του ρολογιού, που η μια της άκρη εξείχε από το πουκάμισο του Φορτουνάτο.

– Ποιος σου ‘δωσε αυτό το ρολόι; ρώτησε σε αυστηρό τόνο.

– Ο εξάδελφός μου ο επιλοχίας.

Ο Φαλκόνε άρπαξε το ρολόι και πετώντας το με δύναμη πάνω σε μια πέτρα το ‘κανε χίλια κομμάτια.

– Γυναίκα, είπε, αυτό το παιδί είναι από μένα;

Τα σκούρα μάγουλα της Τζουζέπας πήρανε το κόκκινο χρώμα του τούβλου.

– Τι λες, Ματέο; και ξέρεις σε ποιον μιλάς;

– Λοιπόν, αυτό το παιδί είναι το πρώτο της ράτσας του που έκανε προδοσία.

Οι λυγμοί και ο λόξυγκας του Φορτουνάτο διπλασιαστήκανε και ο Φαλκόνε κρατούσε τα μάτια του, μάτια λύγγα, καρφωμένα πάνω του. Τέλος, χτύπησε τη γη με το κοντάκι του όπλου του, μετά το’ριξε στον ώμο του και ξαναπήρε τον δρόμο για το μακί, φωνάζοντας στον Φορτουνάτο να τον ακολουθήσει. Το παιδί υπάκουσε.

Η Τζουζέπα έτρεξε πίσω απ’ τον Ματέο και του άρπαξε το χέρι.

– Είναι ο γιος σου, του είπε με τρεμάμενη φωνή, καρφώνοντας τα μαύρα της μάτια μέσα στα δικά του σαν για να διαβάσει τι γινότανε μέσα στην ψυχή του.

Η Τζουζέπα φίλησε τον γιο της και μπήκε κλαίγοντας μέσα στην καλύβα. Έπεσε στα γόνατα μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας και προσευχήθηκε με θέρμη. Στο μεταξύ ο Φαλκόνε περπάτησε περίπου διακόσια βήματα στο μονοπάτι και δεν σταμάτησε παρά μόνον όταν έφτασε σε μια μικρή χαράδρα όπου κατέβηκε. Δοκίμασε τη γη με το κοντάκι του ντουφεκιού του και τη βρήκε μαλακιά κι εύκολη στο σκάψιμο. Το μέρος του φάνηκε κατάλληλο γι’ αυτό που είχε στο μυαλό του.

– Φορτουνάτο, πήγαινε δίπλα σ’ αυτή τη μεγάλη πέτρα.

Το παιδί έκανε αυτό που το διέταξε και μετά γονάτισε.

– Πες τις προσευχές σου.

– Πατέρα μου, πατέρα μου, μη με σκοτώσετε.

– Πες τις προσευχές σου! επανέλαβε ο Ματέο με τρομερή φωνή.

Το παιδί τραυλίζοντας και κλαίγοντας με λυγμούς, απήγγειλε το Pater και το Credo. Ο πατέρας με δυνατή φωνή απαντούσε Amen! στο τέλος κάθε προσευχής.

– Αυτές είναι όλες οι προσευχές που ξέρεις;

– Πατέρα μου, ξέρω ακόμη και το Ave Maria και την λιτανεία που μου έμαθε η θεία μου.

– Είναι πολύ μεγάλη, τέλος πάντων.

Το παιδί τελείωσε τη λιτανεία με σβησμένη φωνή.

– Τελείωσες;

– Ω! πατέρα μου, έλεος! συγχωρείστε με! Δεν θα το ξανακάνω! Θα παρακαλέσω τόσο πολύ τον εξάδελφό μου το δεκανέα που θα δώσουνε χάρη στον Τζανέτο.

Μιλούσε ακόμη ο Ματέο όπλισε το ντουφέκι του, το ακούμπησε στο μάγουλό του και σκόπευσε, λέγοντάς του:

– Ο Θεός να σε συγχωρέσει!

Το παιδί έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σηκωθεί και ν’ αγκαλιάσει τα γόνατα του πατέρα του αλλά δεν του δόθηκε ο καιρός, ο Ματέο άνοιξε πυρ και ο Φορτουνάτο έπεσε νεκρός με μιας.

Χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στο πτώμα, ο Ματέο πήρε το δρόμο για το σπίτι του να πάει να φέρει ένα φτυάρι για να θάψει τον γιο του. Μόλις είχε κάνει μερικά βήματα και συνάντησε την Τζουζέπα, που έτρεξε αλαφιασμένη από τον πυροβολισμό.

– Τι έκανες; φώναξε.

– Δικαιοσύνη.

– Πού είναι;

– Στη χαράδρα. Θα πάνω να τον θάψω. Πέθανε σα χριστιανός θα κανονίσω να του ψάλλουνε μια λειτουργία. Να πάνε να πούνε στο γαμπρό μου τον Τιόντορο Μπιάνκι να’ρθει να μείνει μαζί μας.

1829

Η μετάφραση του αποσπάσματος αυτού από την νουβέλα του Prosper Mérrimée, Mateo Falcone, έγινε από τα γαλλικά, από τις εκδόσεις Classiques Larousse, Παρίσι, 1938.

Ιούνιος 2022
 
 
 
[1] Η Γαλλική προφορά είναι Ματεό Φαλκόν
2 Peccadille στο κείμενο, peccadillo στα ιταλικά. Μικρό αμάρτημα.
3 bagatelle, μικρό μουσικό κομμάτι, συνήθως μπαρόκ, ελαφρό. Κατ’ επέκτασιν ασήμαντο πράγμα.
4 Buon giorno, fratello, συνηθισμένος χαιρετισμός των Κορσικανών (Σημείωση του συγγραφέα)
5 Μονάδες επιλέκτων στρατιωτών (στα γαλλικά voltigeurs) που δημιουργήθηκαν στα 1804 από τον Ναπολέοντα
Η πληγωμένη υπερηφάνεια των Κορσικανών κάτω από την ηγεμονία της Γένοβας ήδη από τον 13ο αιώνα τους κάνει να περιφρονούν τους ξένους. Όχι μόνον τους Γενοβέζους αλλά και τους Γάλλους στους οποίους οι Γενοβέζοι πούλησαν την Κορσική το 1768 με την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Τον επόμενο χρόνο γεννιέται ο Βοναπάρτης στο Αζάτσιο.

 

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Prosper Mérimée του οποίου το ταλέντο ο Μπαλζάκ περιέγραψε ως «βαθύ και σκωπτικό» και ο Σαιντ-Μπεβ ως «εξαίσιο και σκληρό», γεννήθηκε σε εύπορη καλλιεργημένη οικογένεια το 1803 έτος που η Λουϊζιάνα πουλήθηκε στις ΗΠΑ και η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αγγλία. Ο δημιουργός της Κάρμεν και της Κολομπά, ο μαιτρ της νουβέλας, θεατρικός συγγραφέας, βιογράφος, αρχαιολόγος, διπλωμάτης, φίλος του Σταντάλ, μεταφραστής μεγάλων ρώσων συγγραφέων, μεγάλος ταξιδευτής (επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1839), οικείος στο περιβάλλον του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’, πέθανε ξαφνικά στις Κάννες το 1870. Ο Μεριμέ ανήκει εν μέρει στον ρομαντισμό και εν μέρει στον κλασικισμό, αλλά δύσκολα κατατάσσεται. Κατέχει πολύ σημαντική θέση μέσα στον χώρο της καταπληκτικής λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ευφορίας που ακολούθησε τον παθολογικό παροξυσμό και την παράνοια της γαλλικής επανάστασης και των τραγικών παλινδρομήσεων που ακολούθησαν. Ο μαιτρ της νουβέλας, είναι και μαιτρ του λόγου, και παρά το άνοιγμά του σε κύματα εωσφορικά που συναντά κανείς σε ορισμένα του έργα, χαρακτηρίζεται από μια άρτια ορθολογική τεχνική, όπου με πυκνότητα και λιτά μέσα, και τιθασσευμένη, επιγραμματική, αλλά εκφραστική γλώσσα, σμιλεύει τοπία και χαρακτήρες, και οδηγεί το ανθρώπινο δράμα στα ύψη με φιλάνθρωπη ευμένεια, αυτός ο αγνωστικιστής.

Μαρία Τσάτσου

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.