You are currently viewing Πρωτομαγιάτικα σποτάκια της συντακτικής μας ομάδας, ΜΙΝΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Πρωτομαγιάτικα σποτάκια της συντακτικής μας ομάδας, ΜΙΝΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ:  Οδός Μεθώνης 30, Εξάρχεια

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης  έμενα στην οδό  Μεθώνης 37, 2ος όροφος, στα Εξάρχεια.   Απέναντί μου  μια σειρά από παλιά  νεοκλασικά διώροφα σπίτια. Τη στέγη τους διακοσμούσαν παλιά ακροκέραμα που μου έδιναν την αίσθηση μιας μπάντας του παλιού καιρού που δεν θα ξαναπαίξει.

Λοξά-δεξιά, στο νούμερο 30, υπήρχε ένα μικρό  νεοκλασικό  διώροφο, ακατοίκητο. Στο πίσω μέρος του, στον ακάλυπτο, φαινόταν ένας ψηλός φίκος. Τον Μάιο του 1936 στη σοφίτα αυτού του σπιτιού ο Γιάννης Ρίτσος είχε   γράψει τον «Επιτάφιο», ένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του που το έκανε ευρύτερα γνωστό η μελοποίηση του Μίκη κι φωνή του Μπιθικώτση: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω…» έπαιζαν τότε  τα πικάπ, αλλά πόσοι από τους γείτονες, έστω,  ήξεραν ότι το ποίημα αυτό γράφτηκε στο διπλανό σπίτι, στο νούμερο 30; Καμιά πλακέτα δεν υπήρχε να το γνωστοποιεί. Μα τι λέω! Πριν από λίγα  χρόνια  η απριλιανή δικτατορία  είχε επιβάλει στον μεγάλο μας ποιητή κατ’ οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου. Για ποιες πλακέτες να  μιλάμε τώρα!

Ένα πολύ ζεστό μεσημέρι καλοκαιριού, καθώς βρισκόμουν στη βεράντα του σπιτιού μου,  άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο! Το σπίτι,  περί ου ο λόγος, διά μιας είχε καταρρεύσει: πέτρες, χώμα, κονιορτός! Μόνον ο φίκος έμεινε στη θέση του, μέχρι σήμερα. Και το ποίημα ασφαλώς  δεν θα τ’ αγγίξει η σκόνη του χρόνου.

 

 

ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Μια Πρωτομαγιά

 Ο Απρίλης είναι ο πιο βιαστικός μήνας της Άνοιξης. Τελειώνει μία μέρα πριν απ’ τους άλλους μήνες, για να μπει ακάθεκτος, σαρκαστικός ο Μάης, ανθισμένος και συνήθως ζεστός.
Εκείνη όμως η πρώτη μέρα του, πριν κάμποσα χρόνια, ήταν υπερβολικά ζεστή, καυτή. Κανονίσαμε να απουσιάσουμε, όχι χωρίς κάποια ενοχή, από τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα και πήγαμε στον Πόρο. Η ζέστη εκεί ήταν ακόμα πιο αφόρητη. Χωρίς να έχω καμιά προϊστορία χειμερινού κολυμβητή αποφάσισα να κολυμπήσω. Μάταια οι άλλοι προσπάθησαν να με αποτρέψουν. Εγώ δεν άκουγα κι έπεσα στη θάλασσα που ήταν μπούζι. Έμεινα μέσα, σαν άγαλμα, μερικά λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες. Βγήκα τρέμοντας, αντιμετώπισα τα χάχανα των άλλων, και ποτέ έκτοτε δεν ξαναμπήκα τόσο βιαστικός στη θάλασσα, δηλ. πριν μπει ο Ιούλιος.

 

 

ΛΙΖΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑΔΟΥ M(π)αγιάτικες σκέψεις

 

Καθώς ο Μάιος μας έρχεται, σε πείσμα της αφρικανικής σκόνης και άλλων δυσάρεστων φαινομένων, αναπολώντας τους εξηντατόσους Μαΐους της ζωής μου, όπως και όλα τα λουλούδια που προσπέρασα δίχως να τα διαλέξω, αλλά και όλα τα νοστιμότατα μαγιάτικα ψάρια που τσακίσαμε κατά καιρούς με φίλους εις τας εξοχάς, αναλογίζομαι παροιμίες σαν αυτή για την μαγιάτικη σεξουαλική δραστηριότητα των γαϊδάρων, καθώς και σαν αυτή που λέει: «Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι»!

Ζήσαμε λοιπόν αρκετούς Μάηδες και φάγαμε αρκετό τριφύλλι! Χρόνια ολόκληρα, το τριφύλλι (κοινώς κουτόχορτο), αποτέλεσε την βασική μας διατροφή!

Σκέφτομαι μήπως είναι καιρός πια, αντί να μηρυκάζουμε το ήδη φαγωμένο, να αρχίσουμε να τρεφόμαστε με άλλα είδη χλωρίδας (και πανίδας)! Ίσως έτσι την βγάλουμε καθαρή και για μελλοντικούς Μάηδες … 

 

ΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΗ,  Πρωτομαγιές…

 

Μπορεί εσείς την Πρωτομαγιά να την έχετε για “απεργία” ή για “ανοιξιάτικη γιορτή και για αργία”… Εγώ, όμως; Την γκαντεμιά μου.

Αν νομίζετε πως οι Πρωτομαγιάτικες αναμνήσεις μου είναι ευχάριστες, τι να σας πω: Λεωφορεία, τραίνα, κίνηση, σκόνη, τρία παιδιά σε ένα κάθισμα, διότι έτσι έπρεπε να κάνουν “τα καλά” παιδιά, να μην πιάνουν τον τόπο. Εκδρομές στη Βαρυμπόμπη-πάντα. Παπαρούνες, μαργαρίτες, αλλεργίες.

Μεγαλώνεις, μένεις σπίτι. Όταν μένεις, φτιάχνεις τις ντουλάπες, χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά, νεύρα. Αν τύχει και αποφασίσεις  πάλι εκδρομή – Βαρυμπόμπη πάντα- νεύρα, κίνηση, σκόνη, φαγούρα, αυτοάνοσα δερματικά.  

Τέλος πάντων… Η καλύτερη μου ανάμνηση, περσινή: “Ζήλιες” στον μπαμπά:

“Γιατί δίνετε τις φράουλες στην Αγγελική;”

“Μπα; Σ’ αρέσουν κι εσένα οι φράουλες;”

“Δεν το ξέρεις;”

“Πού να το ξέρω; Εδώ δεν ήξερα καν ότι ευδοκιμούσαν οι φράουλες σ’ αυτό το χώμα! Δεν είχαν ποτέ επιτυχία!”

“Αλήθεια ε;  Είχαν…Απλώς δεν προλάβαιναν να δέσουν τα λουλουδάκια τους. Τα μαγείρευα με λάσπη και κοφτό μακαρονάκι! Ήταν η σπεσιαλιτέ του δεντρόσπιτου!”

“Ρε απατεώνα! Κι εγώ τόσα χρόνια νόμιζα πως κάτι πήγαινε στραβά με το χώμα!!”

(Τελευταία Πρωτομαγιά με τον μπαμπά…)

 

 

ΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΥ:  Πρωτομαγιάτικo SOS

Εκείνη την τόσο μακρινή Πρωτομαγιάτικη νύχτα,  μόνο όσοι αιωρούνταν για λίγο στο ψηλότερο σημείο της «Ρόδας»  μπορούσαν να δουν τι συμβαίνει στην άκρη του κυματοθραύστη. Σιγά μην τους ένοιαζε όμως για εμάς.

Λουσμένοι από τις ουρίτσες των πολύχρωμων φώτων του Λούνα Παρκ, συζητούσαμε για το πώς στο καλό μπορεί να σφραγιστεί με ασφάλεια ένα μπουκάλι. Κι αν μετά σπάσει με το ρίξιμο στη θάλασσα; Ο πειρατής JohnnyBeGood είχε μόλις αφιερώσει στη Λίτσα από τον Άκη το «Message in a bottle» – Police!

Το τρανζιστοράκι μάγεψε τη νύχτα μας. Θέλαμε κι εμείς να στείλουμε το δικό μας SOS στον κόσμο. Ακόμα σκεφτόμαστε τον τρόπο. Ο καθένας μόνος του πλέον.

 

 

 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ: Η Μαγιού

Δεν  γνωριστήκαμε για πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή: απλώς, αναγνωριστήκαμε- εφόσον και οι δυο ήμασταν παλιές ψυχές.

(Αυτό, για τις ψυχές, είναι μια γνώση που όλοι την έχουμε πριν να γεννηθούμε, αλλά οι άνθρωποι την ξεχνάνε, ενώ εγώ, που δεν μιλάω να χάνονται οι σκέψεις μου, την έχω συγκρατήσει. Είναι μια πολύ απλή, χνουδάτη, σφαιρική ιδέα, σαν παιχνίδι: οι ψυχές, είναι πάντα οι ίδιες, με ακρίβεια  μετρημένες, απ’ την αρχή του χρόνου. Αλλάζουν μονάχα σώματα και μυρωδιές. Τα φοράνε κι έρχονται και ξανάρχονται, για να συναντιούνται πάλι και να προσέχουν η μια την άλλη.)

 Με βάφτισε Μαγιού – γιατί ήταν, λέει, Πρωτομαγιά όταν με συνάντησε.

 

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ:  Μαγιάτικος νόστος

  Από τη Χίο κιόλας, παραμονή Πρωτομαγιάς, απ’ όταν αντίκρισε τα πατρογονικά του εδάφη στην απέναντι Χερσόνησο της Ερυθραίας, τα μάτια του βούρκωναν συνέχεια και η φωνή του έτρεμε. Το ανοιξιάτικο πρωινό της επομένης μάς βρήκε να περνάμε με το καραβάκι στον Τσεσμέ και από κει με το λεωφορείο να φτάνουμε στη γη του, στον Γκιούλμπαξε, τον αρχαίο Υπόκρημνο. Επιτέλους, θα γνώριζα όσα έβλεπα με τη φαντασία μου και αγάπησα, καθώς κατέγραφα το ξεδίπλωμα της τρικυμισμένης ζωής του όταν μου την ιστορούσε, ζωή ενός ξεριζωμένου.                 

           Ο ιωνικός ουρανός ολόφωτος και με τη σπάνια διαύγειά του που εκθειάζει ο Ηρόδοτος. Κάμπος καταπράσινος από αμπέλια και λοφοπλαγιές γλαυκές από ασημόφυλλες ελιές. Μπροστά μας απλωμένος ο βαθύς κόρφος του χωριού με τα ηδονικά στραφταλίσματα της θάλασσας, που στο βάθος του σμίγει με τον κόλπο της αρχόντισσας Σμύρνης.

           ‒ Έλα, τώρα, να σου δείξω αυτά που σου ’λεγα.  Να’ το, το μεγάλο περβόλι, ο Μπαξές με τον τριανταφυλλένιο περίβολο, που ’δωσε τ’ όνομά του στο χωριό μας, ο Ροδόκηπος με το πηγαίο νερό! Τι νερό ήταν αυτό!  Να και το νησάκι των Αγ. Θεοδώρων, που οι κοντραμπατζήδες κρύβαν τα λαθραία! Είδες πόσο κοντά είναι;

 Για δε, να, εκεί, εκεί κι εκεί, οι τρεις ανεμόμυλοι! Βλέπεις πώς απ’ την ωραιότερη θέση του μεσαίου αγναντεύαμε το μπογάζι;! Αχ, μωρέ!…

Να κι ο Αϊ-Γιώργης μας, βοήθειά μας! Εδώ, σε τούτη την πλατεία, γινόταν το πανηγύρι του με το «κεσκέκι» ‒ ευτυχώς, που οι συγχωριανοί μας στα Μελίσσια, συνεχίζουν τούτο το παλιό έθιμο. Ήσουνα μικρή όταν πρωτοπήγαμε ‒ θυμάσαι; ‒ κόντεψες να κάψεις όλο το χέρι σου πάνω σ’ ένα απ’ τα καζάνια όπου έβραζαν τα κρέατα με το κοπανισμένο στάρι. Πήραμε μια λαχτάρα τότε η μάνα σου κι εγώ! Να!… Να!… Να!…

            Περιδιαβαίνουμε μαζί σ’ όλα όσα έζησε τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του, χρόνια που φύλαξε μέσα του σαν ανεκτίμητο θησαυρό, όπως φύλαξε τις παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες μέσα στο κεμέρι της η γιαγιά μου, αυτή η μαυροφορεμένη δυνατή γυναίκα που τα τόσα βάσανα, και πριν και μετά την προσφυγιά, δεν κατάφεραν να την τσακίσουν.

           Γύρω μας, η ευλογημένη εύφορη γη της Ιωνίας σπαργά: συκιές, ροδιές, νεραντζιές, λεμονιές, μουριές, μυγδαλιές και ολάνθιστοι κήποι σε πανδαισία χρωμάτων, με τον αέρα γεμάτο από ευωδιές που λιγώνουν.

          Στο τέλος φτάνουμε στο σπίτι του, στο σπίτι μας. Το βρίσκουμε ακριβώς όπως μου το είχε περιγράψει με όλες τις λεπτομέρειές του· όπως ήταν πριν το εγκαταλείψουν εκείνη την αποφράδα ημέρα, τον Αύγουστο του ’22, με το σκυλί τους και τον «γάτη» τους να τρέχουν  πίσω από τα δακρυσμένα μάτια τους. Οι Τούρκοι που το κατοίκησαν δεν το άλλαξαν καθόλου.

Του ’πα πως θα φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι για να το κρεμάσουμε στην πόρτα του. Μάζεψα ταπεινά χορταράκια, τους έδωσα το κυκλικό σχήμα και, καθώς τα στόλιζα με μοσχομύριστους λεμονανθούς, άρχισε να τραγουδάει ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια των Μικρασιατών προσφύγων· ποτέ δεν το είχε πει και δεν θα το ’λεγε ποτέ ξανά με τέτοιο σπαραγμό μελωδικό, βγαλμένο από τα σπλάγχνα της λαγγεμένης Ανατολής:

                   Μενεξέδες και ζουμπούλια και θαλασσινά πουλιά,

                   σαν θα δείτε το πουλί μου χαιρετίσματα πολλά…

Ξύπνησα από τους δυνατούς κτύπους της καρδιάς μου. Μόνη. Με τα άγια χώματα, όπως τα ’λεγε, τόσο κοντά και τόσο μακριά, και με τον πατέρα τώρα πια αμετάκλητα απόντα.

Τον θυμήθηκα να μου λέει, βυθισμένος μέσα στην απόλυτη άνοια, λίγες μέρες πριν φύγει:

«Έχω μια κόρη που έχει γράψει όλη τη ζήση μου· να πας να τη βρεις, κοπέλα μου, να σου τα πει.

 Να σου πει για την ομορφάδα που ’χαν τα μέρη μας!».

Δεν ξαναμίλησε. Έκλεισε την πόρτα της ζωής του, έχοντας ξαναγυρίσει στον Ροδόκηπο της καρδιάς του. Ξέσπασα σε λυγμούς.

 Πρωτομαγιά ονείρου· φωτεινή και μυρίπνοος, γλυκιά και ευφρόσυνη. Πρωτομαγιά δακρυόεσσα.

 Μοναδική. Για πάντα αλησμόνητη.

 

 

ΕΦΗ ΦΡΥΔΑ: Εργατική Πρωτομαγιά

Ήμουν κάπου 16 χρονών και πρωί πρωτομαγιάς ξεκίνησα από την Αθήνα για να βρω τους γονείς μου, που βρίσκονταν ήδη στο εξοχικό μας. Ο πατέρας μου, μού είχε τηλεφωνήσει αποβραδίς να του φέρω κάτι που είχε ξεχάσει φεύγοντας και το οποίο χρειαζόταν. Η αφετηρία των λεωφορείων ήταν τότε – και νομίζω πως ακόμα είναι – στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως. Πέρασα μέσα από τους διαδηλωτές, τα πανώ και τις κόκκινες σημαίες με κάποια δυσκολία, όχι τόσο λόγω του πλήθους, όσο διότι πολλοί από τους συγκεντρωμένους με κοιτούσαν παραξενεμένοι.

Μικρή είμαι, σκέφτηκα,και φαίνομαι ακόμα μικρότερη – και γι’ αυτό ίσως η παρουσία μου ανάμεσά τους τούς προβληματίζει. Διότι θα θυμάστε ίσως ότι την εποχή εκείνη δεν συνηθιζόταν οι ακτιβιστές να κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις με τα παιδιά τους.

Ωστόσο, όταν μπήκα στο λεωφορείο αντιμετώπισα ακόμα εντονότερες αντιδράσεις. Κάθισα δίπλα σε μια χοντρή κυρία και, η αλήθεια είναι ότι, δυσκολεύτηκα να βολέψω το αντικείμενο που μετέφερα. Η κυρία έπιανε αρκετό χώρο και ο δικός μου, αν και περιορισμένος λόγω του μεγέθους μου, επεκτεινόταν κυρίως στο εν λόγω αντικείμενο που κρατούσα αγκαλιά. Η κυρία μου έριχνε κάθε τόσο τρομαγμένες ματιές και κατά καιρούς κάτι μονολογούσε μέσα από τα δόντια της.  Σε λίγο το σούσουρο είχε γενικευθεί στις γύρω θέσεις και κάποια στιγμή ένας γηραιός κύριος σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε να μιλήσει στον οδηγό. Ύστερα από μια μικρή σύσκεψη ανάμεσα στους δυο τους, κλήθηκε και ο εισπράκτορας και τα είπαν λίγο ακόμα οι τρεις τους.

Ξαφνικά ο πυρήνας των τριών ανδρών διαλύθηκε και πριν ακόμα ο γηραιός κύριος προφτάσεινα επιστρέψει στη θέση του, που ήταν πίσω μου ακριβώς, ο οδηγός πάτησε απότομα φρένο ακινητοποιώντας το όχημα, ενώ ο εισπράκτορας κατευθυνόταν προς το μέρος μου.

«Τι είναι αυτό που κρατάτε, δεσποινίς μου;» με ρώτησε μάλλον αγριεμένος.

Τώρα ήταν η δική μου σειρά να παραξενευτώ. Γιατί δεν ήταν ούτε τυλιγμένο, ούτε τίποτα τέτοιο αυτό που κρατούσα. «Ο μπαμπάς μου το ξέχασε σπίτι και μου είπε να του το πάω γιατί είναι η εποχή που κλαδεύει τα δέντρα. Έχουμε μερικά μεγάλα δέντρα στον κήπο και το πριόνι δεν φθάνει γι’ αυτές τις δουλειές. Πόσο μάλλον το κλαδευτήρι…» προσπάθησα να του εξηγήσω.

«Κορίτσι μου ή εσύ θα κατεβείς ή το τσεκούρι σου», φώναξε τώρα ο οδηγός πλησιάζοντάς με και αυτός.

Ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες και το συμβάν αυτό αποτέλεσε για μένα μια από τις πολλές διαδικασίες ενηλικίωσης. Ίσως μάλιστα να διαμόρφωσε και τον πολιτικό μου προσανατολισμό – από την ανάποδη. Διότι πρέπει εν τέλει να ομολογήσω ότι η στάση των γύρω μου είχε κάποια λογική, ενώ δεν μπορώ να πω το ίδιο για αυτή του πατέρα μου. Πείραζε δηλαδή να είχε ξεχάσει σπίτι κάποια λιγότερο μαχητικά σύμβολα της επανάστασης, όπως ας πούμε ένα σφυρί ή ένα δρεπάνι;

 

 

 

 

Τίνα Κωνσταντάτου

Η Τίνα Κωνσταντάτου γεννήθηκε στην Αθήνα του 1965, σκέφτεται και εκφράζεται κάπως περίεργα, πλην όμως είναι και σπουδαγμένη και πτυχιούχα (Ψυχολογία-Εκπαίδευση-Coaching) . Εργάζεται ως σύμβουλος ψυχικής υγείας και σύμβουλος εκπαίδευσης εφήβων και ενηλίκων. Έχει συγγραφικό έργο και αρθρογραφεί τακτικά στο διαδίκτυο σε ειδησεογραφικά και άλλα θεματικά sites.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.