Λάμπει τ’ ολόλευκο φεγγάρι
μέσα στα δέντρα τα πυκνά,
σε κάθε τρυφερό κλωνάρι
και μια φωνούλα αρχινά
κάτω από τη φυλλωσιά…
‘Ω, αγάπη μου γλυκιά.
Βαθύς καθρέφτης, μιαν ιτιά,
η λιμνούλα ζωγραφίζει.
Στα κλαδιά της ο αγέρας
πονεμένα μουρμουρίζει
και πληθαίνουν οι λυγμοί…
Να, του ονείρου η στιγμή.
Πόση απλώθηκε γαλήνη
Τόσο γλυκιά, τόσο απαλή,
κατηφορίζοντας κι εκείνη
για νά ‘μπει μέσα στην ψυχή
απ’ ένα αστέρι, που ιριδίζει…
Να μια στιγμή που τόσο αξίζει.