Ο κόσμος γύρω από το κρεβάτι της
Πριν από επτά χρόνια ακριβώς, αρχές Ιουνίου του 2015, η Σοφία Φιλιππίδου μου έκανε την τιμή να με περιλάβει στο πάνελ της παρουσίασης του πρώτου της βιβλίου -”Μια σκάλα στο φεγγάρι”. 80 περίπου αφηγήματα, ανάμεσα στην επικαιρότητα, το χιούμορ, τη φαντασία, την αυτοβιογραφία και το όνειρο με το οποία η Σοφία έκανε θριαμβευτικά το ντεμπούτο της στο χώρο της γραφής. Ήταν η συγκεντρωτική έκδοση των κειμένων που της είχε παραγγείλει η Ελευθεροτυπία για το φύλλο του Σαββάτου και είχαν τίτλο “η Ματιά της Σοφίας”. Εκεί ξεδίπλωσε ένα πηγαίο, ένα αστείρευτο ταλέντο και κατέθεσε ένα πρωτότυπο προσωπικό μανιφέστο σουρρεαλισμού. Επιβεβαίωνε εμβληματικά και με προσωπικό στιλ, τις επιρροές της από το κίνημα του σουρρεαλισμού και τον Αντρέ Μπρετόν τιμώντας επαξίως και το αβατάρ ”φτερωτά χταπόδια” απο το ρόδινο θάνατο του Αντρέ Μπρετόν που είχε επιλέξει τότε στο φέησμπουκ. Τα αφηγήματα περιείχαν σπαρταριστό υλικό από τη ζωή της, την παιδική της ηλικία και τη σταδιοδρομία της, υλικό που ανέσυρε από μνήμης με αφορμή απίθανους συνειρμούς από την επικαιρότητα και με την ίδια πειστικότητα και από καταγραφές ονείρων. Ήταν η εποχή που έπαιρνε σοβαρές, επώδυνες και απελευθερωτικές αποφάσεις στη σταδιοδρομία της και το βιβλίο ερχόταν σαν μια ακόμη έκπληξη για το πόσο πολυσχιδής προσωπικότητα ήταν η Σοφία Φιλιππίδου πόσο βάθος και πνευματικό υπόβαθρο είχαν οι επιλογές της, πόσο δεν δίσταζε να φύγει από τα κλισέ, από την πεπατημένη από τις συνταγές και τα λυσάρια της επιτυχίας. Επτά χρόνια μετά, αφού έχει εμβαθύνει, έχει επιβάλει την προσωπική της διαδρομή στον καλλιτεχνικό χώρο – στο θέατρο εννοώ – με εξαιρετικές χειροποίητες παραστάσεις έργων που μεταφράζει, διασκευάζει και σκηνοθετεί ή ίδια, έργων που υποστηρίζονται από δραματουργική έρευνα που έχει κάνει η ίδια, αλλά και άλλων απαιτητικών έργων με τη διεύθυνση συναδέλφων της, όπως “οι ευτυχισμένες μέρες” του Μπέκετ – σε δική της μετάφραση και δραματουργική διασκευή του καθώς ψυχορραγώ του Φώκνερ σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα – αποφασίζει για μια ακόμη φορά να κάνει μια προσωπική παραγγελία κειμένων στον εαυτό της. Αντί να παραγγέλλει τα κομμάτια η Ελευθεροτυπία η Σοφία αρχίζει να γράφει μικρά αφηγήματα στο ίδιο στιλ, με τίτλο η Μπίρα του Σαββάτου τα οποία συνοδεύει με ένα φωτογραφικό πορτρέτο της συνήθως με τη συνοδεία μιας μπύρας, στο φέησμπουκ και τα αναρτά κάθε Σάββατο. Θεωρεί και το δηλώνει ότι αυτή δέσμευση έχει για αυτήν την ίδια βαρύτητα και την ίδια αξία με εκείνη του 2015 και ξεκινά ένα νέο ταξίδι από τον μικρόκοσμο του ρετιρέ της για να κατακτήσει τον κόσμον όλο. Θα μπορούσα να πω κυριολεκτώντας ότι το ταξίδι το ξεκινά από το υπνοδωμάτιό της – μην πάει ο νούς σας στα “ταξίδια γύρω από το δωμάτιό μου του Λεμαίτρ”- αλλά ταξίδια με όχημα κυριολεκτικά το κρεβάτι γραφείο – εκεί στο βίντατζ μπρούτζινο κρεβάτι του υπνοδωματίου του ρετιρέ, εκεί κάθεται και γράφει – τι πιο εμβληματικό ένα κρεβάτι για να γράψεις για το μαγικό και το ονειρικό!!! Ο κόσμος της γραφής ξεκινά από το κρεβάτι – όχι μόνο γιατί από εκεί έχουν συμβεί τα όνειρα – αλλά γιατί αυτό αποτελεί στην υπαρξιακή της τοπογραφία το κέντρο. Δεν είναι το κρεβάτι μέσα στο δωμάτιο αλλά το δωμάτιο γύρω από το κρεβάτι:
Το δωμάτιο γύρω απ’ το κρεβάτι μου είναι γεμάτο κλειστές πόρτες που δεν τις ανοίγω. Ας πούμε, δεν ανοίγω την πόρτα που γράφει «έργα δικά μου – παιδιά κακοπαθημένα». Λένε οι μητέρες πως εμείς που δεν κάναμε παιδιά δεν ξέρουμε τι θα πει να γεννάς. Όμως γεννάμε παιδιά του μυαλού και της φαντασίας και πονάει να τα μεγαλώνουμε και να τα βλέπουμε να πεθαίνουν πρόωρα, κακότυχα και
αποτυχημένα. δεν ανοίγω την πόρτα που γράφει «βία». Αυτή μάλλον χρειάζεται το τρίτο πρόσωπο και εγώ έμαθα να γράφω
στο πρώτο. Επίσης, δεν ανοίγω την πόρτα «εφηβεία» και, τέλος, δεν ανοίγω το τετράδιο που άφησε η μαμά μου στο συρτάρι του
καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου στη Θεσσαλονίκη και μου είπε: «Αυτό θα το ανοίξεις όταν πεθάνω». Είναι
χειρόγραφο δεμένο με υφασμάτινη κορδέλα σε σχήμα σταυρού και φοβάμαι να το αγγίξω. Όμως στα όνειρά μου τρέχω σαν
τον άνεμο.
Θα ήθελα ελπίζω χωρίς να σας κουράσω να κάνω μερικές παρατηρήσεις από την ανάγνωσή μου του βιβλίου. Πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο θα έρχομαι και θα επανέρχομαι, είναι ένα απόσταγμα ζωής, αποτύπωμα ενός τρόπου ύπαρξης, μια αλχημική μετουσίωση των πάντων σε δημιουργία, σε θέατρο της ύπαρξης. Αυτό εξ ορισμού είναι μια δικαίωση κάθε αδικίας, μια εξιλέωση για τα κακώς κείμενα, τα παράπονα τα πάθη και τους καημούς – που δεν έχουν τελειωμό όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, μια υπεράσπιση του μικρού κοριτσιού στο παράθυρο του σπιτιού στον εβραϊκό συνοικισμό, του μικρού κοριτσιού που οποιος διαβάζει το βιβλίο συνεχίζει να μιλά μέσα από τις σελίδες του.
Το βιβλίο είναι πυκνό και ανεξάντλητο, θα ήθελα όμως να καταγράψω δυο τρία ευφρόσυνα σχόλια του αναγνώστη, να μοιραστώ λίγες πολύτιμες για μένα στιγμές αναγνωστικής ευωχίας.
1η παρατήρηση: η χειρουργική ακρίβεια με την οποία περιγράφει την επικαιρότητα, από εκεί που συνήθως ξεκινά για να ξετυλίξει το κουβάρι των συνειρμών της. Ακάθεκτη, ανελέητη σχεδόν απαριθμεί και περιγράφει για παράδειγμα τα μοτίβα στο ταγεράκι της Αμαλ – Αλαμουντίν Κλούνι – τα τρίγωνα τα τετράγωνα, το πυθαγόρειο θεώρημα, το εκρού χρώμα, μια τέχνη της παρατήρησης που την οφείλει στην επιθεώρηση για τα συμβάντα, στο μάτι το εικαστικο και το στοχαστικό για τις ματιές και τα σχήματα, και μετά εκσφενδονίζεται σαν ανεμος με ταχύτητα του ανέμου καλύτερα του φωτός στο παρελθόν και μιλά με την ίδια παραστατικότητα για το νυφοπάζαρο στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης – και νιώθω σαν να φόρεσα τα μυωπικά γυαλιά μου, τα μαγικά γιαλιά για να βλέπω, και βλέπω σκηνές και εικόνες που έχω και δεν έχω δει, δεν ήμουν θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή ήμουν στη Ρόδο, αλλά με αυτο το έχω και δεν έχω και τη δική της μαγεία, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι οι κοπέλες είχαν το ίδιο χτένισμα, περπατούσαν το ίδιο υπνωτισμένα ή τσαχπίνικα στην προκυμαία πάνω κάτω πάνω κάτω… απλά όλα όσα δεν πρόσεχα τότε η Σοφία με αγγίζει με ένα μαγικό ραβδάκι και τα ανακαλυπτω, τα επιβεβαιώνω, τα βλέπω
2η παρατήρηση: Οι αναγνώσεις της και οι οφειλές της και ο τρόπος που υπεισέρχονται στο σώμα των κειμένων της. Είναι βιωματικές και σωματικοποιημένες. Μπέκετ και τα πάθη της Γουίνι, Η Μελάχρα και η υπεράσπιση των τσιγγάνων, Το κομμένο κεφάλι της Φάλαινας στο Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ, τα κοράκια πάνω από το φέρετρο της μάνας στο καθώς ψυχομαχώ, το μαχαίρι του Βρούτου στον βουβώνα του Ιούλιου Καίσαρα, η Γενοβέφα και οι αρετές της – και άλλες και άλλες αναγνώσεις – η Μέλπω Αξιώτη που πρέπει να της μοιάζει φυσιογνωμικά όπως της είχε πει ο αείμνηστος Σπύρος Παγιατάκης ο κριτικός της Καθημερινής και επιβεβαιώνουμε και στις φωτογραφίες. Κοιτάξτε ωστόσο – διαβάστε δηλαδή – το κεφάλαιο με την Παπαδιά και την Καμπουρέλω στη σελίδα 51 – δυο γυναικείους χαρακτήρες της Θεσσαλονίκης της παιδικής της ηλικίας η μια που έγινε πόρνη γιατί την έδιωξε ο παπάς ο σύζυγος επειδή τον απάτησε με ε΄να φαντάρο το 40 και η άλλη με τη μυστηριώδη καμπουρίτσα που της έραψε η μαμά της Σοφίας ένα ταγεράκι – και θα βρεθείτε στις σελίδες της Μέλπως Αξιώτη, στο Σπίτι της και τις φιγούρες της Μυκόνου – επαίτες, πόρνες, της γης οι κολασμένοι με ένα συγκλονιστικά παρόμοιο τρόπο και παρόμοιο χάρισμα.
3η παρατήρηση– ο καθοριστικός ρόλος της στη σκέψη, στη φαντασία, στην ύπαρξη, στην ουσία της ύπαρξης της πανίδας και της χλωρίδας του σπιτιού, το τριαντάφυλλο που μάζεψε από τα σκουπίδια του θεάτρου παρκ το φύτεψε και έπιασε, τα γιασεμιά που καρφώνουν με το άρωμά τους, ο αλίανθος ο ψηλότατος του φωταγωγού, η φτέρη στις γλάστρες, ο παρθενόκισσος – τα πουλιά που μαζεύονται στο μπαλκόνι και τα ταϊζει, τα σποράκια με τα οποία ταΪζει τα πουλιά, η σάγκα των μικρών γατιών ξεκινώντας από τη γάτα την Ελενίτσα – με την έλευση και το θάνατό της αρχίζει το βιβλίο – αλλά μετά είναι οι δυο αδελφές τόσο διαφορετικές η Κανέλα και η Γκράου – η μητέρα τους η Φαγού που σιγά σιγά εξημερώνεται και μπορούν να είναι στο ίδιο δωμάτιο, ο ύπνος – πένθος – κατευόδιο δίπλα στην νεκρή γάτα – που σηματοδοτεί και γλυκαίνει τον υπνο δίπλα στη μητέρα, τη νεκρή μητέρα
4η παρατήρηση: Οι τεράστιες και καθοριστικές οφειλές προς τους γονείς, τη μητέρα και τον πατέρα. Όλοι καθορίζονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό από τους γονείς τους με ευεργεσίες και τραύματα, όλα για τον καθένα εμβληματικά. Το θέμα εδώ είναι η τεράστια αγάπη, η σκληρότητα και η ανάγκη των συμπεριφορών, η κατανόηση και η συγχώρηση που έχουν δημιουργήσει το έδαφος για τον πολύτιμο αυτό κήπο. Αναμνήσεις κουρελάκια που έρχονται και τους μνημειώνουν, μνημόσυνα, θυμιατίσματα, κεράκια – αλλά κυρίως συμβουλές και ανυπακοές, αναμνήσεις και μιμήσεις – το ράψιμο, το καθάρισμα, το μαγείρεμα, η επινοητικότητα, η μάχη για την επιβίωση, μαθήματα και από τους δύο γονείς σε αφηγήσεις πάντα γλαφυρές και συγκινητικές και οπωσδήποτε το γράψιμο αλλά και ο σεβασμός στο φανταστικό και το όνειρο. Η μαμά μου έλεγε ότι υπάρχει το καλό, το κακό και το φανταστικό – γράφει. Προέρχεται από καλή γενιά
5η και καθοριστική το θέατρο. Όλα για αυτό γίνονται, όλα για αυτό γράφονται, όλα για αυτό συμβαίνουν. Σκέψεις διαμάντια, σκέψεις μαργαριτάρια, εκ βαθέων στοχασμοί για το θέατρο με αφορμή ένα μάθημα ή μια ομιλία σε νέους ηθοποιούς. Το θέατρο η αγάπη της παρ εξελάνς, η ζωή της όλη, το νόημα που προσπαθεί να βγάλει, ακούραστη, ασυμβίβαστη – ενίοτε πληγωμένη ή θυμωμένη αλλά χωρίς συμβιβασμούς στην ουσία. Προειδοποιεί για το τέρας που θα συναντήσουν οι νέοι ηθοποιοί όταν θα μπουν στη σπηλιά του Μινώταυρου,το τέρας που δεν ξεγελιέται και που ζητά ένα κομμάτι από την ύπαρξή τους από την ψυχή τους για να τους ανταποδόσει το δίκαιο μερίδιο της χαράς, το νόημα που αναζητούν από την ζωή, τον άλλο που θέλουν να φτάσουν και να βρουν.
Πιστεύω πως και αυτό το βιβλίο της Σοφίας θα διαβαστεί και θα αγαπηθεί, θα αγαπηθεί όχι μόνο από τους ομοίους της, τους ηθοποιούς που θα βρουν πολύτιμες φράσεις, απόσταγμα Σοφίας της Σοφίας αλλά και από κάθε ευαίσθητο άνθρωπο που θα νιώσει τη θέρμη αυτής της ανήσυχης ψυχής, αυτού του ταλέντου, αυτού του μικρού κοριτσιού με τα ανεξάντλητα αποθέματα δημιουργικότητας και ομορφιάς.
[ομιλία στην παρουσίαση στο Έναστρον, 16/6/2022]