το πάτησε
ένα βαν
το βρήκες
στην άκρη του δρόμου
και το ‘ θαψες.
ένιωσες άσχημα
γι’ αυτό.
ένιωσες άσχημα
το πήρες προσωπικά
αυτό
αλλά
ένιωσες άσχημα
για την κόρη σου,
γιατί
ήταν το«ζωάκι»της,
και τ’ αγαπούσε τόσο πολύ.
του σιγοτραγουδούσε
και κούρνιαζαν μαζί στο κρεβάτι.
έγραψες ένα ποίημα
γι’ αυτό.
«ένα ποίημα για την κόρη μου»
έτσι το βάφτισες,
ένα ποίημα
για το σκυλί που το πάτησε
το βαν
και πως το φρόντισες μετά
πηγαίνοντας το
στο δάσος
και το ‘θαψες, βαθιά, βαθιά,
και το ποίημα
ήταν τόσο καλό
σχεδόν χάρηκες που το σκυλάκι
έγινε χαλκομανία, αλλιώς
δε θάγραφες αυτό
το ωραίο ποίημα.
ένα ποίημα για
το γράψιμο ενός ποιήματος,
αλλά καθώς το γράφεις
ακούς μια γυναίκα να
τσιρίζει
τ’ όνομά σου, τ’ όνομά σου,
δυο συλλαβές
και η καρδιά σου
σταματά.
μετά
περίπου από
ένα λεπτό
συνεχίζεις να γράφεις.
τσιρίζει ξανά.
αναρωτιέσαι
πόσο μπορεί να τραβήξει
αυτό.