«Εκλιπαρούσα τη μοίρα μου να μου δώσει την πιο απλή δεξιότητα: τη δεξιότητα να σκοτώσω έναν άνθρωπο».
Ισαάκ Μπάμπελ
Ο Γεώργιος Θεμιστοκλή από το χωριό Παναγιά ήταν κοντός με μαύρα μαλλιά και είχε περασμένη στο λαιμό του μια εικονίτσα της αγίας Μαρίνας να κρατάει από τα κέρατα έναν μικρό διάβολο για να μην τον αφήσει να κάνει τη δουλειά του. Ήταν λάτρης του καπνίσματος και των λαπηθιώτικων μαχαιριών και στις 17 Ιανουαρίου του 1943 έσφαξε έναν νεαρό που είχε την ιδέα να του ζητήσει εξηγήσεις για τους τρόπους του.
«Τι κοιτάζεις;», τον ρώτησε ο νεαρός που τον περίμενε στην πλατεία του χωριού.
«Μικρέ, στέκεις στο δρόμο μου», του είπε και του έχωσε δύο φορές το μαχαίρι χαμηλά στην κοιλιά. Το τράβηξε με μαστοριά στο πλάι σαν να ήθελε να κάνει τόπο για μια σοβαρή εγχείρηση και είδε κάτι σκοτεινό να χύνεται κάτω, υπακούοντας τυφλά στον νόμο της βαρύτητας. Χωρίς να βγάλει άχνα ο νεαρός αγωνιζόταν και με τα δυο του χέρια να κρατήσει στη θέση τους τα σωθικά του.
«Για κοίτα να δεις», μουρμούρισε ένας παπάς με βρώμικα γένια που βρέθηκε εκεί και έβλεπε έκθαμβος την ανοιγμένη κοιλιά του νεαρού. Τα μάτια του ιερέα είχαν γίνει ολοστρόγγυλα και ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό του πως ήταν μια ιδανική στιγμή για να υψώσει το δεξί του χέρι και να κάνει το σημείο του σταυρού.
Μαζεύτηκαν διάφοροι να χαζέψουν και ο Γεώργιος Θεμιστοκλή από την Παναγιά ένιωσε μια γλυκιά ζέστη να βγαίνει από τα πρόσωπα που τον κοιτούσαν. Κρατούσαν το στόμα τους κλειστό για να μην χαλάσουν εκείνη τη στιγμή και έμοιαζαν να τον ενθαρρύνουν για να τους πει κάποιο επεισόδιο από τη ζωή του. Ύστερα ήρθαν και άλλοι και στάθηκαν γύρω του. Ήταν ένα είδος αναγνώρισης. Απλώθηκε ένας ψίθυρος θαυμασμού που δεν άφηνε το μυαλό του να δουλέψει και ξέχασε πως είναι καιρός να κρύψει το μαχαίρι. Έμεινε κάμποση ώρα να κοντανασαίνει και το κορμί του πήρε μια στάση ακαμψίας μέχρι που κατάλαβε πως εκείνη η ιστορία είχε τελειώσει και έπρεπε να σηκωθεί και να φύγει.
Πέρασε τη νύχτα σε ένα καλύβι με στέγη από τσίγκους που είχε φτιάξει το καλοκαίρι στο δάσος, όταν έκοβε κορμούς δέντρων για το πριονιστήριο. Έπεσε όπως ήταν με τα ρούχα και τις μπότες πάνω σε μια ξύλινη τάβλα και σκεπάστηκε με το μαυρισμένο βοϊδοτόμαρο που κρεμόταν πίσω από την πόρτα. Έκανε ψόφο και το πρωί τον ξύπνησε ένα κρώξιμο, αλλά δεν ήταν βέβαιος αν επρόκειτο για πουλί του δάσους ή ήταν κάποιο αερικό. Δεν είχε καιρό να σκεφτεί και του πέρασε η ιδέα πως όταν βγει ο ήλιος θα έρθουν να τον βρουν. Χρειαζόταν επειγόντως ένα όπλο και χρήματα για να πάρει τσιγάρα. Θυμήθηκε πως μετά τη γιορτή των Χριστουγέννων είδε τον ηγούμενο της μονής να κυνηγά δίπλα στο ποτάμι με ένα όπλο που έμοιαζε με καραμπίνα του στρατού. Το κοίταζε για ώρα εκείνο το όπλο γιατί είχε ένα όμορφο τελείωμα και δεν μπορούσε να το βγάλει απ’ το μυαλό του.
Βγήκε απ’ το καλύβι και εκείνη την ώρα έπιασε μια ψιλή βροχή και το κρύο μαλάκωσε. Στο δρόμο συνέχισε να βρέχει, αλλά οι πευκοβελόνες δεν άφηναν το χώμα να λασπώσει. Πήγε στη μονή να μιλήσει με τον ηγούμενο. Του ζήτησε να του δώσει το όπλο του και πέντε λίρες. Ο ηγούμενος του έδωσε το όπλο και μία λίρα. Δεν είχε περισσότερες. Τον κοιτούσε επίμονα στα μάτια για να του δείξει ότι ήξερε την ιστορία με τα μαχαιρώματα. Τα νέα στα βουνά κυκλοφορούν με τον αέρα. Την ώρα που ο Γεώργιος Θεμιστοκλή γύρισε να φύγει με το όπλο στον ώμο, ο ηγούμενος τον ρώτησε αν θέλει να του διαβάσει μια προσευχή και να προσκυνήσει τις εικόνες πριν πάει στη δουλειά του, και αυτός του είπε, μια άλλη φορά.
Στις 30 Απριλίου 1943 επικηρύχθηκε από τη βρετανική διοίκηση για το ποσό των εκατό λιρών. Ήταν 30 χρονών και είχε ύψος πέντε πόδια και πέντε ίντσες. Έγινε διάσημος και συνέχισε να κρύβεται και να καπνίζει. Τις μέρες που έκανε κρύο κυκλοφορούσε χωρίς πολλές προφυλάξεις μέχρι τα πρώτα σπίτια, κοντά στο δάσος. Οι χωριάτες τού έδιναν τροφή και τσιγάρα, από συμπαράσταση και από φόβο. Από τους φίλους του ζητούσε να του φέρνουν φρέσκες εφημερίδες για να βλέπει τα νέα.
Σε εφτά χωριά γύρω από το δάσος έκανε εφτά ερωμένες, όλες παντρεμένες που διψούσαν για ζωή. Οι φονιάδες ήταν μεγάλος πειρασμός για τις γυναίκες. Ήθελαν και αυτές να γνωρίσουν τον κόσμο. Δεν είχαν απαιτήσεις. Μαζί του ήθελαν να αποκτήσουν μια εμπειρία και ένα παιδί. Του πήγαιναν φαγητό και τσιγάρα σε καθορισμένα σημεία στη Θεοσκέπαστη Ποδιά και του έδιναν συμβουλές για το μέλλον.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1944 πυροβόλησε και σκότωσε έναν συνεργάτη της αστυνομίας που είχε εισπράξει την αμοιβή της επικήρυξης κάποιου φονιά. Οι πληροφοριοδότες των Εγγλέζων έπρεπε να ξέρουν τι τους περιμένει. Βρήκε τη σκηνή εντυπωσιακή, όμως κανείς δεν ήταν εκεί να τον κοιτάξει την ώρα που σημάδευε και πυροβολούσε. Ορκίστηκε πως δεν πρόκειται να σκοτώσει ξανά άνθρωπο με το όπλο. Τα όπλα δεν είναι γι’ αυτή τη δουλειά. Αν θέλεις να σου μείνει κάτι από αυτή την ιστορία, πρέπει να μάθεις να δουλεύεις το μαχαίρι.
(………………)
Eξαιρετικός ο Ρένος !